Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ


- Σκεφτόμουν τις προάλλες…
- Μπα! Σκέφτεσαι κιόλας…
- Το προσπερνώ… Σκεφτόμουν ότι είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι!
- Εσύ;
- Εγώ, εσύ, εμείς, όλοι μας! Κάπου η όλη κατάσταση είναι …ήλθον, είδον και απήλθον… Μας έκαναν μπάχαλο, έφεραν τα πάνω κάτω, σε λίγο θα αδειάσει ο τόπος, όλοι μετανάστες σε μια νέα γη της επαγγελίας… και τώρα αρχίζουν και αντραλίζονται κι αυτοί οι ίδιοι, ανήσυχοι για την ανεργία που καλπάζει θορυβωδώς! Θα μου πεις, δεν καίγονται και τόσο πολύ για τη δική μας πρωτιά στην ανεργία… αλλά και πάλι αν δεν έχω εγώ λεφτά πώς θα αγοράσω την κάθε Nivea από το σουπερμάρκετ; Σιγά που θα αγοράσω σαμπουάν, να ‘ναι καλά το πράσινο σαπούνι!
Και θυμάμαι ότι έλεγαν, όλος ο Νότος προβληματικός και θα δείτε τι θα πάθετε, Ιταλοί, Ισπανοί και Πορτογάλοι και μάγκες Έλληνες. Και πάθαμε και έπαθαν! Μόνο που ο φτωχούλης Νότος περιορίστηκε στην Ελλάδα και την Κύπρο. Περιορίστηκε σε ένα κομμάτι του νότου. Θα βγουν τώρα και θα μου πουν ότι η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Φυσικά, συμφωνώ, διότι πώς αλλιώς θα βγάζαμε συμπεράσματα αν εφαρμόζαμε παντού τα ίδια; Κάναμε διάφορα πειράματα για να δούμε πόσο εφαρμόσιμα θα μπορεί να είναι όλα αυτά!
- Και είδες τώρα; Μαζεύονται πάλι για να καταπολεμήσουν την ανεργία στον φτωχό Νότο! Τίποτα πειράματα θα κάνουν λες;
- Ό,τι ήταν να το πάρουν το πήραν προς το παρόν! Τώρα θα μας ξαναβάλουν στην πρίζα, ώστε κάποια στιγμή να μας τα πάρουν πάλι! Έτσι δε γίνεται πάντα; Οι άλλοι την έβγαλαν πιο ανώδυνα! Δεν έλεγαν; Να η σειρά της Πορτογαλίας, να της Ισπανίας, να της Ιταλίας και περιμέναμε και εμείς για να δούμε να γεμίζει το μαντρί. Τίποτα από όλα αυτά. Μόνοι κι έρημοι σαν την καλαμιά στον κάμπο!
- Και τώρα σου λέει, θα πέσουν δάνεια στις μικρομεσαίες για να χτυπηθεί η ανεργία και να δημιουργηθούν θέσεις!
- Μπα! Θυμήθηκαν τις μικρομεσαίες; Άντε, να δούμε πότε θα ξανασηκωθούν οι μικρομεσαίες από τα πατώματα!


Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ


- Τι έγινε πάλι! Χαμός!
- Που, βρε παιδί μου;
- Δεν βλέπεις; Κάθετη πτώση!
- Της θερμοκρασίας;
- Θα ‘θελες! Των βάσεων!
- Α! Λες για τους υποψηφίους!
- Είναι από τα σημαντικά γεγονότα των ημερών!
- Τι έγινε;
- Όπως κάθε χρόνο, ένα θριλεράκι! Πάλι μια απρόβλεπτη αναμονή και βλέπουμε… Πτώση των βάσεων, εξαφανίστηκαν σχεδόν οι αριστούχοι… άλλοι σιγούρεψαν, άλλοι αμφιβάλλουν, άλλοι βρίσκονται μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, άλλοι απογοητεύτηκαν…
- Τα γνωστά, κάθε χρόνο τα ίδια…
- Και χειρότερα μη σου πω… Είναι το σύστημα τέτοιο… Σου λέει όποιος διαβάσει περνάει… Είναι έτσι όμως; Αρχίζω και αμφιβάλλω…
- Γι’ αυτό σου λέω, θριλεράκι! Είναι και το άλλο που με βάζει σε πολλές σκέψεις. Βαθμολογούν, λέει, δύο και άμα υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους εμφανίζεται και τρίτος βαθμολογητής ο οποίος είναι ο …μέγα κριτής. Αν ο πρώτος, για παράδειγμα, βάλει σε ένα γραπτό ογδόντα και ο τρίτος βάλει κάτω από εξήντα τότε ο τρίτος θα αξιολογήσει την κατάσταση. Και όποιον πάρει ο χάρος!
- Δηλαδή αν ο τρίτος βάλει κάτω από εξήντα; Τι γίνεται;
-  Είναι ο τελικός βαθμός. Κατεκυρώθη!
- Και αν βάλει ο τρίτος ογδόντα;
- Κατεκυρώθη το ογδόντα!
- Και κανείς δεν εκπλήσσεται όταν η διαφορά είναι σημαντική; Διότι άμα υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά, τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ότι κάποιος εξεταστής πρέπει να πάει στο σπίτι του! Αλλιώς εξετάζει ο ένας και αλλιώς ο άλλος; Ισχύουν άλλα μέτρα και άλλα σταθμά; Δεν υπάρχει μια γραμμή που ακολουθείται; Δηλαδή εξετάζει ο καθένας όπως θέλει;
- Και δεν ξέρουμε ποιοι εξετάζουν, σε πόσο καιρό εξετάζουν, πόσα γραπτά εξετάζουν…
- Είναι πια τόσο υποκειμενική η βαθμολόγηση;
- Και άλλο τόσο υποκειμενική και αλόγιστη η επιλογή των θεμάτων!
- Έχουν μια ιδιάζουσα φιλοσοφία που πλανάται παντού… Διότι οι εισαγωγικές αυτές εξετάσεις είναι άλλου τύπου. Έχουν και μια πελατειακή σχέση…
- Δηλαδή;
- Υπάρχουν κατηγορίες και κατηγορίες βαθμολόγησης. Πολύτεκνοι, τρίτεκνοι, μουσουλμάνοι, δυσλεκτικοί… έχουν διαφορετικά κριτήρια βαθμολόγησης! Με μεγάλη απόκλιση στη βαθμολόγηση…
- Έλα!
- Ακριβώς! Αν ανήκεις με μια από αυτές τις κατηγορίες αποκτάς αυτόματα προσόντα που αυξάνουν κατά πολύ τα μόρια σου και ευκολότερα αποκτάς την ιδιότητα του φοιτητή. Άσε μη συζητήσουμε την εισαγωγή από τα ΕΠΑΛ… Άλλη παρόμοια κατάσταση…
- Δηλαδή τι μας απομένει; Προλαβαίνω να γίνω τουλάχιστον τρίτεκνος; Το πολύτεκνος το αφήνω για αργότερα! Να δηλώσω δυσλεκτικός;
- Κοίτα να σου πω! Δήλωσε τώρα μουσουλμάνος, κάνε τη δουλειά σου και μετά ξαναβαφτίζεσαι!
- Δεν είναι κακό! Δεν είναι καθόλου κακό!


Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ


- Εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς!
- Ποιο;
- Το ποτήρι!
- Όπως και να το δεις, στρογγυλό είναι. Όπως και να το γυρίσεις τα ίδια βλέπεις.
- Όχι έξω, μέσα!
- Και μέσα το ίδιο είναι! Έχει το ίδιο σχήμα με το έξω. Άρα τι μέσα, τι έξω!
- Αυτό που είναι μέσα! Το περιεχόμενο.
- Ε! Και το περιεχόμενο παίρνει το ίδιο σχήμα. Απλώνει παντού! Ό,τι και να βάλεις!
- Ναι, αλλά είναι ή του ύψους ή του βάθους!
- Κοίτα να δεις, με τα ύψη δεν τα πηγαίνω καλά, μια αντράλα την παθαίνω! Να χαρείς!
- Βρε, διάολε, αν σου δώσω ένα ποτήρι νερό, πώς θα το δεις; Μισογεμάτο ή μισοάδειο;
- Εξαρτάται, ανάλογα πόσο γεμάτο θα είναι.
- Αν είναι στη μέση φερ’ ειπείν! Θα το δεις από πάνω προς τα κάτω ή το ανάποδο;
- Α! Αυτό εννοείς; Εδώ σε θέλω τώρα! Τι πρέπει να απαντήσω; Μισογεμάτο ή μισοάδειο.
- Δεν είναι τι πρέπει, εσύ πως το βλέπεις;
- Κοίτα, να σου πω, εξαρτάται από τις μαύρες μου. Το πώς θα είμαι εκείνη τη στιγμή! Μπορεί να είναι γεμάτο μέχρι επάνω και να το βλέπω τελείως άδειο!
- Α! Τόσο καλά! Εύγε!
- Όταν μου κάνεις τέτοιες ερωτήσεις καλοκαιριάτικα και με τόση ζέστη τι να σου απαντήσω; Θέλεις λογική άποψη;
- Θέλω να δω πώς το βλέπεις το όλο θέμα!
- Ποιο από όλα;
- Να μωρέ, έκλεισαν κι άλλες επιχειρήσεις, έμειναν τόσοι άνεργοι στον δρόμο και δεν είδα πουθενά  συναυλίες και συλλαλητήρια και αντιδράσεις. Σα να μην τρέχει τίποτα! Λες και ξαφνικά, μερικές φορές, μας τσιμπάει κάτι και γινόμαστε τόσο εύθικτοι! Και άλλες φορές, απαθείς και αγέρωχοι απολαμβάνουμε τη θαλπωρή του καναπέ. Δυο μέτρα και δυο σταθμά. Βλέπουμε το ίδιο πράμα με άλλο μάτι; Αλλά αφού είναι το ίδιο!  Πώς γίνεται αυτό το πράμα;
- Είναι γιατί άλλοτε είναι …μισογεμάτο και άλλοτε μισοάδειο! Μέσα είσαι πάντα, όπως και να το πεις!

- Και ανάλογα τι έχει μέσα! 

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

"Κράτησέ μου μια αλήθεια για το τέλος" Μυθιστόρημα | ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Β'


Ρήμαξε το σπίτι τους. Βρήκε τη μάνα της που είχε να τη δει χρόνους και καιρούς. Ένα σπίτι χορταριασμένο, αφημένο στο ριζικό του. Ο σκύλος της γέρικος, ανήμπορος να τρέξει να
πέσει πάνω της, να της κάνει χαρές. Σήκωσε μόνο το κεφάλι του, προσπάθησε να βγάλει μια κραυγή χαράς, αλλά ακούστηκε σαν λυγμός και απόμεινε στη θέση του. Ο κήπος, καιρό
αδούλευτος, πνιγμένος ατσούμπαλα στα χορτάρια, λες και ακολουθούσε τη μοίρα των νοικοκυραίων του.
Η μάνα της, καθισμένη σε ένα σκαμνί, γυρτή, σκυμμένη μπρος της να πασπατεύει με τα χέρια της κάτι μέσα στη λακκούβα που έκαμνε η μεγάλη της ποδιά ανάμεσα στα πόδια
της.
—Μάνα…
Σήκωσε αργά το κεφάλι της και την είδε. Σκαμμένο το πρόσωπό της, θλιμμένο, απόμακρο, χαμένο σε ταξίδια μακρινά, ο λογισμός της δε φαινόταν καθαρός.
—Μάνα…
—Αργυρώ; Είσαι η Αργυρώ μου;
—Ναι, μάνα! Εγώ είμαι…
—Γύρισες…
Θλιμμένη ακούστηκε η φωνή της. Συρτή, ίσα που δρασκέλιζε με κόπο τα ξεραμένα χείλη της. Δεν μπόρεσε να χαρεί. Την κοιτούσε στα χαμένα, βαθιά μέσα στα μάτια της, ψάχνοντας να βρει αλήθειες, σκόρπια κομμάτια από τη ζωή της. Τόσο καιρό αυτό έψαχνε απεγνωσμένα. Χρόνια ολόκληρα. Αδύνατον να τα καταφέρει. Της τα είχε πάρει όλα ο χρόνος, τα σκόρπισε, διάφανη σκόνη σε έναν τρελό αγέρα, και χάθηκαν, χάθηκαν.
Αυτή τάχα γιατί απέμεινε; Να διηγηθεί, να μεταφέρει αναμνήσεις να μην ξεχαστούν; Να συνεχίσει την ιστορία ώστε να ζήσει και άλλα χρόνια; Ήταν άρρωστα χρόνια. Αρρωστημένες ψυχές που πολεμούσαν μεταξύ τους. Μια αρρώστια που ολοένα προχωρούσε και σκότωνε και έθαβε και άφηνε κραυγές να γεμίσουν ένα σκοτεινό αέρα. Το χαρούμενο πανηγύρι της ζωής είχε χαθεί.
Πόσες ιστορίες, πόσα μαρτυρικά βάσανα δεν άνοιγαν πληγές βαθιές σαν χαράδρες και χάνονταν πιο πέρα, έσμιγαν στο βουνό με άλλες, σε κακοτράχαλα μονοπάτια.
—Τι έγινε; Η Ρηνιώ πού είναι;
—Η Ρηνιώ πού είναι… επανέλαβε σαν ηχώ.
Πέρασαν οι στιγμές αμηχανίας, οι μικρές αμήχανες διαδρομές από την έκπληξη στη σαστιμάρα, στο βουβό κλάμα που από κλαδί σε κλαδί ανέβαινε ψηλά και αναρωτιόταν. Ένα πλατύ κατάστρωμα να λικνίζεται στο ανοιχτό πέλαγος, μέχρι να γκρεμοτσακιστεί στις ξέρες. Ένα θολό αλλοπαρμένο βλέμμα να σκιάζει χείλη που προσπαθούσαν να ψελλίσουν. Σα να βρήκε ξαφνικά την ηρεμία και τα λογικά της. Θυμήθηκε πάλι την ιστορία, της άρεσε να τη λέει, σα να έφερνε, πάλι, πίσω τη ζωή. Πόσο βάλσαμο οι αναμνήσεις! Όταν ξέρεις να χώνεσαι μέσα τους, να τις χαϊδεύεις, να τις φιλάς, να μιλάς μαζί τους!

—Την πήραν τη Ρηνιώ. Δεν ήθελα να την δώσω. Μα τον πήρε κι αυτή στο κατόπι. Τον αγαπούσε, έλεγε. Δεν ήθελε να τον χάσει. Τρελός και άμυαλος έρωτας. Αλλά αυτό δεν είναι; Σε όποια πλευρά και να ήσουν, δεν είχες το κεφάλι σου σίγουρο. Τον ακολούθησε. Δεν άκουγε τίποτα. Παρακαλούσα και τον Παναγή. Μη μου την παίρνεις. Είναι μικρή ακόμη, δεν ξέρει από πόλεμο, δεν ξέρει να πιάνει όπλο. «Καλά σου λέει η μάνα σου. Πήγαινε μαζί της». Αλλά πού να ακούσει αυτή! Ανέβηκε στο τρένο μαζί του. Μου πέταξε το μαντίλι της από το παράθυρο. Να, αυτό εδώ! Και χάθηκε μέσα στους καπνούς.
Την έβλεπα να φεύγει μακριά και να σβήνει. Πότε πότε μάθαινα νέα της. Κυνηγημένη στα βουνά μαζί με τον άλλο να πολεμάνε, αλήθεια τι; Πολεμούσε κι η Ρηνιώ μας; Τι πόλεμος
ήταν αυτός; Ιδεολογίες να καρφώνονται στα στήθια αδελφών, φίλων, γειτόνων! Η Ρηνιώ μας ακολούθησε τον έρωτα. Γιατί τι είναι και ο έρωτας; Ένας πόλεμος δεν είναι; Για πες μου
και εσύ;
Δεν περίμενε να της απαντήσει. Σταμάτησε για λίγο να πάρει μια ανάσα και μετά συνέχισε η μάνα της:
—Την έχασα… Δεν είχα νέα της… Ώσπου μια μέρα ήρθαν τα μαντάτα. Τους σκότωσαν όλους! Πώς; Γιατί; Ήταν εχθροί ή φίλοι; Όλοι θα μπορούσαν να ήταν. Πού να πάω να ψάξω να την βρω; Ποια βουνά να ανέβω; Ποια βράχια να κυλήσω να την βρω από κάτω; Έχασα τα λογικά μου, είπαν όλοι. Αλλά δεν ήταν έτσι. Δεν έχασα τίποτα, παρά μόνο την κόρη μου. Ώσπου μια μέρα έμαθα. Μου είπαν πού την είχαν θάψει. Ξεκίνησα μόνη μου, πήρα τους δρόμους, περπάτησα, ανέβηκα σε κάρα, ανηφόρισα πλαγιές μέχρι να τη βρω. Μου έδειξαν μια καλύβα στο πουθενά. Κοιμήθηκα εκεί και ένιωσα την παρουσία της. Η Ρηνιώ βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Ήταν φυλακισμένη σε εκείνη την καλύβα. Το πρωί, με το πρώτο φως της μέρας, έψαξα να τη βρω. Όπου βουναλάκι και κάποιος πόνος από κάτω. Έσκαβα, έκλαιγα και πότιζα το χώμα, μέχρι να την βρω. Δεν τους ήξερα, τους σκέπαζα πάλι. Δεν κουραζόμουν. Γι’ αυτό πήγα, για να την βρω. Στο τρίτο βουναλάκι παράτησα το σκεπάρνι που είχα βρει και συνέχισα με τα χέρια. Αναγνώρισα τις μπότες της. Με αυτές είχε φύγει. Αυτές φορούσε όταν μου πέταξε το μαντίλι. Συνέχισα το σκάψιμο από την άλλη μεριά, μέχρι να δω το πρόσωπό της. Και την είδα… Ήταν αυτή… Δεν μπορώ άλλο να συνεχίσω, κουράστηκα…

Καθάρισε όλα τα χώματα από το πρόσωπό της, μέχρι το λαιμό. Τα δάχτυλά της περπάτησαν κάθε σπιθαμή και έδιωξαν και την πιο αθέατη σκόνη, την πιο μικρή κουκκίδα που θα μπορούσε να ασχημύνει το πρόσωπό της. Πήρε νερό από μια πηγή και της έπλυνε το πρόσωπο, της άπλωσε τα μαλλιά, ξέπλεκα όπως τα είχε πάντα, ανασήκωσε το κεφάλι και την έκλαψε. Την έκλαψε, αλλά δεν της μιλούσε, τι να της πει πια; Το κλάμα της ακούραστα να τρέχει σε πλαγιές και ρυάκια, να διασχίζει χαράδρες, να κυνηγάει πέρα δώθε, πάνω από πράσινα λιβάδια, πουλιά. Και αυτά τρομαγμένα να απιθώνουν τις φτερούγες τους στα ακίνητα κλαδιά. Την έκλαψε όλη τη μέρα, μέχρι που να δει τον ήλιο να σβήνει πίσω από την κορυφή.
Είχε πάρει μαζί της λάδι ευλογημένο από το μοναστήρι πριν ξεκινήσει. Της άναψε το καντηλάκι και το έβαλε πάνω στην τούμπα. Μετά προσεκτικά έκοψε τα μαλλιά της και τα δίπλωσε σε ένα ασπροκέντι που είχε μαζί της. Το δίπλωσε και το έβαλε προσεκτικά μέσα στον κόρφο της. Έβαλε ένα άλλο ασπροκέντι, φυλαγμένο από την προίκα της, πάνω στο πρόσωπό της και το σκέπασε ξανά με το χώμα.
Σα νύχτωσε, πήγε και κοιμήθηκε στην καλύβα. Ήθελε να περάσει τη νύχτα με την κόρη της. Για τελευταία φορά. Σε αυτήν την καλύβα, το τελευταίο της σπίτι. Την άλλη μέρα
πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Σαν είδε και την άλλη κόρη της, η κυρα-Ζαχαρούλα γαλήνεψε. Όσο μπόρεσε. Και κράτησε δυο μέρες ακόμη. Λες και κρατιόταν στη ζωή για να μεταφέρει γεγονότα και αναμνήσεις, να μη χαθούν, να συνεχίσουν να υπάρχουν. Την έκλαψε η Αργυρώ. Όσο μπόρεσε κι αυτή. Μάνα της ήταν. Έκανε τα τριήμερα, τα εννιάμερα, όλα κανονικά. Αλλά αμέσως μετά τα σαράντα χάθηκε από το χωριό. Δεν την ξαναείδε κανείς πια. 

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ


- Τι ήταν κι αυτό!
- Καλά, έπαθα μεγάλη πλάκα! Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι! Δεν το περίμενα! Να κλείσουν την ΕΡΤ!
- Κυκλοφορούσε εδώ και μέρες! Ήταν σχεδόν κοινό μυστικό!
- Και τώρα τι θα γίνει;
- Τι θες να γίνει; Θα ξανανοίξει πάλι αργότερα!
- Δεν εννοώ αυτό! Τι θα γίνουν αυτοί που απολύθηκαν;
- Θα πάρουν αποζημιώσεις, είπαν!
- Και μετά;
- Για μετά δεν ξέρω! Φαντάζομαι όπως και τόσοι και τόσοι άλλοι που έχασαν τη δουλειά τους… Αρχίζει και γεμίζει το καζάνι…
- Πάντως, δεν ξέρω, αλλά, άσχετα με οτιδήποτε άλλο, μου κακοφάνηκε. Έχασα εκπομπές που δεν μπορούσα να τις δω αλλού.
- Περιττό να σου πω ότι αρχίζω τούρκικα!
- Τι τούρκικα;
- Μπακλαβαδάκια! Τούρκικα, βρε παιδί μου, θα μάθω τούρκικα, θα αρχίσω μαθήματα, πώς το λένε;
- Ει, άει στο καλό! Πώς αυτό;
- Δεν μου μένει και τίποτα άλλο να κάνω!
- Καλά, με δουλεύεις; Δεν έχεις τι να κάνεις και για αυτό θα μάθεις τούρκικα;
- Έ, όχι κι έτσι! Αλλά αφού σε λίγο καιρό θα βλέπουμε μόνο τούρκικα σήριαλ στην τηλεόραση, λέω να μάθω τούρκικα για να τα απολαμβάνω καλύτερα. Βαριέμαι να διαβάζω υπότιτλους!
- Είπα κι εγώ!
- Πάντως χάσαμε πολύ καλές εκπομπές! Κρίμα!
- Κάνε λίγο υπομονή θα ξανανοίξει!
- Κοίτα να σου πω, από τόσα που κυκλοφορούν δεν ξέρεις τι μπορεί να πιστέψεις. Ήδη άρχισαν να παπαγαλίζουν… Λένε και κυκλοφορούν διάφορα… Άντε βγάλε άκρη… Εδώ στο τσακ μπαμ κατέβασε ρολά! Κάτι υπάρχει, ίσως, από πίσω που δεν ξέρουμε. Πολλά λέγονται, πολλά ακούγονται… Δεν βγάζω άκρη με τίποτα.
- Πάντως το γενικό συμπέρασμα είναι ότι τόσα χρόνια δεν δούλευε τίποτα σωστά σε αυτή τη χώρα… Αναρωτιέμαι πως επιβιώναμε ως έθνος…
- Με δανεικά και …όχι αγύριστα… και τώρα που ήρθε ο λογαριασμός, τα κεφάλια μέσα…
- Θα δουν ακόμη κι άλλα τα ματάκια μας…
- Και οι ίδιοι ακριβώς θα …ανακαλύψουν εκ νέου την Αμερική!



Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ

- Μια παράκρουση πρέπει να την έχουμε!
- Είναι σίγουρο;
- Σίγουρο; Βεβαιωμένο!
- Με υπογραφές γιατρού και τα λοιπά;
- Παρ’ το κι έτσι αν θες!
- Και πώς μεταφράζεται αυτή η παράκρουση που λες;
- Σκέφτομαι εδώ και μέρες…
- Τυχερός είσαι…
- Τι εννοείς;
- Που μπορείς και σκέφτεσαι… Πολλοί έχουν παραδώσει τα όπλα…
- Σκέφτομαι, λέω και επαναλαμβάνω, εδώ και μέρες ότι έχουμε μια λανθασμένη εκτίμηση περί του εαυτού μας. Μας πληγώνει η κληρονομιά που κουβαλάμε και δεν μπορούμε να ορθώσουμε ανάστημα; Δεν ξέρω. Πάντως, θέλουμε να πιστεύουμε ότι η ματιά των ξένων πάνω μας είναι …αγαπησιάρικη και …παραγωγική! Αμ, δε!
- Θες να πεις ότι μας μισούν;
- Βιάζεσαι όπως πάντα. Πόσα συνθήματα αγάπης και …παράφορου έρωτα ακούσαμε εδώ και δεκαετίες σχετικά με τους φίλους μας και τους συμμάχους; Φίλοι οι μεν, σύμμαχοι οι δε, υποστηρικτές μας οι άλλοι. Κάθε εποχή έχει και ένα μοναδικό έρωτα που μας ακολουθεί παντού. Μεγάλες, εγκάρδιες αγκαλιές, αστραφτερά χαμόγελα, λες και  διαφημίζουν οδοντόκρεμες… Αλλά όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, σταματούν τα πάντα… Ξεχνιούνται οι έρωτες, ξεχνιούνται τα καρδιοχτύπια και μπαίνει μπροστά το συμφέρον… Που είναι οι φίλοι και οι αγάπες; Άγγλοι, Γάλλοι Πορτογάλοι… τρόπος του λέγειν δηλαδή… Ρώσοι και Αμερικάνοι…
- Μάλλον πρέπει να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε πρώτα εσωτερικώς και μετά να αναζητήσουμε φιλίες και συμμαχίες στην αλλοδαπήν!
- Είδες τι έγινε!
- Εμ, για αυτό σου λέω! Επειδή είδα, επειδή είχα ξαναδεί και θα ξαναδώ!
- Και από την άλλη, έμαθες τα τελευταία γεγονότα;
- Τι; Είχαμε πουθενά εξελίξεις; Που να τα προλάβεις όλα! Τρέχουν τόσο γρήγορα τα γεγονότα στην χώρα. Ο …Βέγγος δεν φτάνει πλέον! Τι έγινε;
- Έκλεισαν την ΕΡΤ!
- Πώς την έκλεισαν δηλαδή; Της έκλεισαν το δρόμο; Την έκλεισαν μέσα;
- Βρε, την έκλεισαν! Λουκέτο! Τέλος!
- !!!
- Ναι, όπως σε βλέπω και με βλέπεις!
- Κατάλαβα! Πρέπει να αρχίσω εκμάθηση της τουρκικής! 


Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΓΚΡΕΚΟΥ | Η Μοναξιά των Συνόρων | Εκδόσεις Ψυχογιός

Ποιος θέλει να αποκοπεί από τις ρίζες του; Ποιος να εγκαταλείψει τον τόπο του; Τους δικούς του; Τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε; Κανείς! Εν τούτοις, χιλιάδες ανθρώπων, εδώ και αιώνες αναγκάζονται να βρουν άλλη γη. Και να ξεκινήσει το μαρτύριο του Γολγοθά για τον καθένα ξεχωριστά.
Η Γλυκερία Γκρέκου, με το μυθιστόρημά της, μας δείχνει το μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσουμε για να αντιληφθούμε, εν τέλει, ότι οι ρίζες πάντα μας ακολουθούν, πάντα μας γνέφουν να γυρίσουμε πίσω. Είναι η δύναμη εκείνη που γεννήθηκε από τα πρώτα χαμόγελά μας, τις πρώτες μας χαρές αλλά και εκείνες τις στιγμές που στάθηκαν παράμερα και μας έδειξαν τις πρώτες μας λύπες. Όλα αναμνήσεις, μια αγκαλιά συναισθήματα που μας ακολουθούν πάντα και μας ριζώνουν σε ένα τόπο, εκεί που, όπου κι αν κοιτάξεις, θα δεις γνώριμα χαμόγελα και χαρούμενα πρόσωπα και τον ίδιο πάντα ήλιο να δείχνει τα δικά σου όνειρα και ελπίδες.
Στο μυθιστόρημα της Γλυκερίας Γκρέκου, «Η Μοναξιά των Συνόρων», ξανοίγεται ένα σύγχρονο θέμα που ταλανίζει, εξ ίσου, ντόπιους και πρόσφυγες. Ρίχνει το φως της σε σκοτάδια που, εν αγνοία μας ή εν γνώσει μας, θέλουμε να τα έχουμε αδιάρρηκτα από οτιδήποτε θα μπορούσε να χαλάσει την ηρεμία της καθημερινότητάς μας. Η διεισδυτική της ματιά ακολουθεί το παρελθόν όλων και μας «ανακαλύπτει» ότι η προσφυγιά είναι «προνόμιο», αν όχι όλων μας, των περισσοτέρων από μας. Και μας οδηγεί σε σκέψεις που φωτίζουν την αλήθεια που αγνοούσαμε.
Η μικρή ηρωίδα του βιβλίου, η Χαμιντάινα, είναι πρόσφυγας από το Αφγανιστάν που μαζί με τον αδερφό της, με μύρια όσα βάσανα, έφυγαν από την πατρίδα τους και κατέληξαν στην δική μας. Είναι φοβισμένη, μια άγνωστη ψυχή που κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της την δική της μοναξιά. Η άλλη ηρωίδα, η Χαρούλα, μια συνταξιούχος δασκάλα, ζει τη δική της μοναξιά, ακριβώς δίπλα από το υπόγειο όπου ακούγονται οι χτύποι της μοναξιάς και του φόβου της νεαρής προσφυγοπούλας.
Τότε, αντιλαμβάνεται πραγματικά ότι ο φόβος, η αγωνία, το άγχος ενός ξεριζωμένου δεν είναι προνόμιο των άλλων. Είναι όλων μας. Ο φόβος, δεν γεννιέται από το διπλανό μας. Γεννιέται από την φτώχια, την απόγνωση, τη μιζέρια. Αυτά πρέπει να πολεμήσουμε για να ανοίξουν ελεύθερα οι αγκαλιές μας.
 Τι να πει για τον ξεριζωμό και την προσφυγιά των δικών της από τον Πόντο! Η ζωή επαναλαμβάνεται. Ποια ήταν η αντιμετώπιση των ντόπιων της εποχής εκείνης; Η ζωή αντιγράφει και πάλι!
Έρχεται σε σύγκρουση με τη Ρόζα, την γυναίκα που την βοηθά στις δουλειές του σπιτιού, η οποία είναι κι αυτή πρόσφυγας από την Αλβανία. Έχει όμως εγκλιματιστεί στην χώρα και βλέπει με διαφορετικό μάτι, τώρα πλέον, τους νεοφερμένους. Πόσο αδύνατη μνήμη διαθέτουμε!
Το μυθιστόρημα της Γλυκερίας Γκρέκου δεν έχει σκοπό να διδάξει τίποτα. Καταθέτει τα γεγονότα της μπροστά μας και απλώς προκαλεί τις μνήμες μας να επιπλεύσουν για να αναλογιστούμε ένα παρελθόν που συνεχώς επαναλαμβάνεται, συνεχώς αδικεί και συνεχώς λησμονιέται.
Κανείς δεν πρόκειται να χάσει διαβάζοντας το μυθιστόρημα αυτό. Πλουσιότερος θα νιώσει, γιατί θα ξεσκεπάσει τη σκέψη του και τη λογική του. Και κάτι τελευταίο. Το βιβλίο «Η Μοναξιά των Συνόρων» εντάσσεται στη συλλογή της νεανικής λογοτεχνίας  του εκδοτικού οίκου. Απεναντίας! Μπορεί και πρέπει να διαβαστεί και από ενήλικες.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Αθήνα, 2012. Μια ηλικιωμένη Ελληνίδα δασκάλα, με καταγωγή από τον Πόντο, ζει μόνη και αισθάνεται ξένη στον τόπο όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε, εργάστηκε και έκανε τη δική της οικογένεια. Φοβάται να βγει από το σπίτι της, φοβάται να ζήσει μια κανονική ζωή εξαιτίας των ξένων που έχουν «καταλάβει» τη γειτονιά της. Στον απέναντι δρόμο ζει ένα κορίτσι, προσφυγόπουλο από το Αφγανιστάν. Κι αυτό επίσης ζει στο φόβο και βιώνει αντίστοιχα τη μοναξιά που νιώθει κάθε πρόσφυγας. Όταν η μοναξιά γίνεται αφόρητη, η ηλικιωμένη γυναίκα αισθάνεται πως η ζωή δεν έχει αξία αν δε μοιράζεσαι την καθημερινότητα με άλλους ανθρώπους. Σκαρφίζεται ένα κόλπο, γνωρίζεται με τη μικρή και έτσι αναπτύσσεται μια ανθρώπινη σχέση ανάμεσά τους… Μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή, ένα εξαιρετικό βιβλίο-καθρέφτης της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.

Η ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΓΚΡΕΚΟΥ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λιβάδι Ολύμπου όπου και τελείωσε το λύκειο. Σπούδασε παιδαγωγικά και στη συνέχεια συμπλήρωσε τις σπουδές της στο ΑΠΘ, στον τομέα της ειδικής αγωγής. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη δημιουργική γραφή από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός σε σχολείο της Θεσσαλονίκης.








Από τη στήλη ΒΙΒΛΙΟ των εφημερίδων
ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΘΑΡΡΟΣ |ΚΟΖΑΝΗ

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ



- Κατάλαβες;
- Τι να πω τώρα; Κατάλαβα;
- Ό,τι θες πες! Κατάλαβες ή δεν κατάλαβες;
- Να πω ότι κατάλαβα;
- Πες αυτό!
- Θα αλλάξει κάτι, αν πω ότι κατάλαβα;
- Εσύ ξέρεις! Τουλάχιστον να μην αντιληφθούν ότι δεν καταλαβαίνεις!
- Με μπέρδεψες τώρα!
- Α! Καλά, εσύ καις ακόμη μαζούτ!
- Με στενοχωρείς…
- Εγώ; Εσύ κοίτα να τα βρεις με τον εαυτό σου!
- Γιατί; Νομίζεις ότι δεν κατάλαβα ότι με πειράζεις;
- Μόνο αυτό κατάλαβες; Το άλλο δεν το κατάλαβες;
- Ποιο;
- Τι θα γίνει με τα σόγια, τα ξαδέρφια και όλους τους λοιπούς που εμφανίζονται με καταθέσεις εντός και εκτός των συνόρων!
- Και γιατί να μην έχουν  καταθέσεις; Οι πρώτοι ή οι τελευταίοι είναι που έχουν καταθέσεις; Πόσο βλάκας είσαι! Αν δεν υπήρχαν οι καταθέσεις, πώς, ρε, θα δούλευαν οι τράπεζες; Τι θα είχαν στα ταμεία τους; Μπαρμπούτσαλα; Τι σόι τράπεζες θα ήταν;
- Ναι, αλλά εγώ γιατί δεν έχω καταθέσεις εντός και εκτός των συνόρων; Και όχι εκατομμύρια, αλλά, να, έστω μερικές χιλιάδες, άντε μερικά κατοστάρικα! Τώρα δεν υπάρχει ούτε ευρώ! Τίποτα! Μηδέν από μηδέν, μηδέν! Διότι εξηφανίσθησαν! Δεν έμεινε λέπι! Ούτε καν από σαρδέλα!
- Καλά, βρε φίλε μου, πώς τα κατάφερες έτσι;
- Να σου ρίξω μια ανάστροφη, να σου πω πώς τα κατάφερα έτσι. Δεν τα κατάφερα, τα κατάφεραν. Αλλά, έχω μεγάλη απορία και θέλω να μου την λύσεις. Τόσα χρόνια φούρναρης, δεν κατάφερα να έχω στην άκρη καμιά …φρατζόλα! Ενώ άλλοι έχουν και εντός και, τις περισσότερες, εκτός. Από αυτούς δεν τελείωσαν οι φραντζόλες; Τόσο μεγάλη παραγωγή είχαν και τους ξέμειναν τόσες πολλές; Διότι, για να έχουν τόσες σημαίνει ότι καλύτερα τον έκαψαν τον φούρνο τους…
- Κοίτα να σου πω! Αν επισήμως μπορούν να τα δικαιολογήσουν με γεια τους και χαρά τους… Διαφορετικά πρέπει να πέσει πέλεκυς!
- Πρόσεξε, πρόσεξε, το δέντρο πέφτει πάνω σου! Κάνε πιο πέρα!

"Κράτησέ μου μια αλήθεια για το τέλος" | Το νέο μυθιστόρημα του Βασίλη Μόσχη | Εκδόσεις Θερμαϊκός | Κυκλοφορεί ΙΟΥΛΙΟ 2013 | ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ του bestseller "Χιλιάδες χρώματα στα μάτια της"

Ο Γεράσιμος Χαλκιάς γίνεται έρμαιο εκβιαστικών και απειλητικών τηλεφωνημάτων. Τον κατατρέχει ένα παρελθόν που χάνεται στα μαύρα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Ο Αλέξης Μακρής, διάσημος ηθοποιός, βρίσκεται αντιμέτωπος με απροσδόκητες αποκαλύψεις και προσπαθεί να ξετυλίξει το παρελθόν του. Κάθε φορά τα παιχνίδια της ζωής ανατρέπουν τα δεδομένα του. Ακολουθεί τις ανατροπές της ζωής του, τη μια πίσω από την άλλη που τον οδηγούν σε μια εκπληκτικά αναπάντεχη αλήθεια. Ο ρόλος του, του Τομ Γουίνγκφιλντ στο Γυάλινο Κόσμο του Τενεσί Γουίλιαμς, επηρεάζει τον ίδιο και τις αποφάσεις του. Είναι και η ζωή ένα μεγάλο θέατρο;

Η Δανάη Ρήγα ερωτεύεται παράφορα τον Νικόλα Χαλκιά. Ζει ένα μεγάλο έρωτα, αλλά οι ανατροπές την φέρνουν σε αδιέξοδα. Τι μπορεί να συμβεί; Τι τους ενώνει; Τι τους χωρίζει;

Η Αργυρώ Λάμπρου ξαναζεί τη ζωή της, επανέρχονται όλα αυτά που μάταια προσπαθούσε, αλλά και δεν ήθελε, να ξεχάσει. Όλα επιστρέφουν, όλα επιζητούν τη δική τους θέση σε ένα παρόν που ατενίζει το παρελθόν με βλέμμα γεμάτο απορίες αλλά και αισιοδοξία.

Όλοι εμπλέκονται σε ένα γαϊτανάκι εκπλήξεων, ανατροπών και σκληρών συγκρούσεων.
Τι σχέση μπορεί να έχουν μεταξύ τους;

Ένα ατμοσφαιρικό πολυπρόσωπο μυθιστόρημα όπου οι χαρακτήρες συγκρούονται με τα συναισθήματά τους ενάντια σε αυτά που η ζωή φανερώνει από το παρελθόν.

Μια σκληρή ιστορία οικογενειών. Μια τεράστια περιουσία που ξεκινά με την απαγωγή του Γερμανού Ρίχτερ στον Τουρκοκρατούμενο Όλυμπο, αυξάνεται στην Αμερική, πολλαπλασιάζεται στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου και εμφανίζεται στη δεκαετία του ‘70.


Η δράση ξετυλίγεται στον Όλυμπο και τα γύρω χωριά του, το Λιτόχωρο, τον Πλαταμώνα, τον Άγιο Παντελεήμονα, το Λιβάδι Ολύμπου την εποχή της Κατοχής και του Εμφυλίου και συνεχίζει στην μεταπολεμική Αθήνα, στο Σούνιο, στην Ύδρα, στη Λαγουδέρα.

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Κράτησέ μου μια αλήθεια για το τέλος" | Εκδόσεις ΘΕΡΜΑΙΚΟΣ | Το νέο μυθιστόρημα του Βασίλη Μόσχη. Κυκλοφορεί ΙΟΥΛΙΟΣ 2013 | ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ


Ο απόηχος από τα χειροκροτήματα ακόμη πετάριζε γύρω από τα αυτιά του. Το θέατρο ήταν γεμάτο για ακόμη μια φορά. Η επιτυχία της επιλογής του ήταν τεράστια. Κάθε βράδυ έκαναν τουλάχιστον τέσσερις αυλαίες. Όλα ήταν στην εντέλεια, αποτέλεσμα της σχολαστικότητας του. Ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Ήθελε να παιδέψει την κάθε σκηνή μέχρι τη στιγμή που θα αποφάσιζε ότι αυτό ήταν που ήθελε. Ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος. Αντιλαλούσε το θέατρο από τα "μπιζ" και τις φωνές των θεατών. Κάθε βράδυ στο θέατρο δεν έπεφτε καρφίτσα.  Υπήρχαν θεατές που έβλεπαν το έργο για πολλοστή φορά. Τόσοι και τόσοι  θαυμαστές του έρχονταν στο καμαρίνι του και εξέφραζαν το θαυμασμό τους για την παράσταση, για τον ίδιο, για τους άλλους ηθοποιούς.
Και τώρα, αφού έσβησαν τα φώτα, αντίκρισε για ακόμη μια φορά το άδειο θέατρο, ησύχασε από το θόρυβο του πλήθους που σιγά σιγά άδειαζε την πλατεία, κάθισε στην πολυθρόνα του σκηνικού, έριξε το βλέμμα του τριγύρω και αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που τον έκανε ευτυχισμένο αλλά και δυστυχισμένο συγχρόνως.
Από την μια τα φώτα, ο κόσμος, τα θερμά του σχόλια, τα φιλιά και οι αγκαλιές των θαυμαστών, το διερευνητικό βλέμμα όσων έρχονταν στο καμαρίνι του, τα ευτυχισμένα χαμόγελα που τους μοίραζε, την ευτυχία που ένιωθε με την αγάπη στα μάτια τόσων και τόσων ανθρώπων που θαύμαζαν την τεχνική του, το ταλέντο του, τον μύθο που ακολουθούσε κάθε παράσταση του, κάθε κίνηση του, κάθε συνέντευξή του.
Από την άλλη, τα φώτα έσβηναν, οι ανάσες εξαφανίζονταν, κάθε θόρυβος λούφαζε σε άλλα μέρη. Ήταν μόνος. Τελείως μόνος. Μόνο σκιές που τρεμόπαιζαν κάτω από το αδύναμο φως που είχε απομείνει για να μπορέσει να του δείξει το δρόμο στο διάδρομο για να φτάσει στην έξοδο. Μόνο μια σκόνη που απαλά καταλάγιαζε για να ξεκουραστεί πάνω στα καθίσματα, στη μοκέτα, στο πάτωμα.
Έκανε ένα γύρω με το βλέμμα του στη σκηνή και ζωντάνεψαν μπροστά του οι διάλογοι, τα βήματα, οι κινήσεις των άλλων ηθοποιών, έβλεπε να τρέχει ο διάλογος του έργου, να ζωντανεύει πάλι η πλοκή του έργου μπροστά σε ένα άδειο θέατρο, χωρίς θεατές. Μόνο αυτός, κεντρικός ήρωας και θεατής μιας ιστορίας που κάποιος συγγραφέας την έγραψε για να την παίξει αυτός ο ίδιος. Μιας ιστορίας που ήταν ψεύτικη, αλλά μπορεί να ήταν και αληθινή. Και αυτός κεντρικός ήρωας, να καταδυναστεύει ζωές και να κυνηγάει χίμαιρες.

Κάθε βράδυ, κάθε απόγευμα που μάζευε τα συντρίμμια του, τα έκανε χαμόγελο, τα έκανε δύναμη και τα φώτιζε λαμπερά κάτω από τους κίτρινους προβολείς της σκηνής. Πόσο αφιλόξενη είναι η ζωή; Πόσα παιχνίδια μπορεί να παίξει με την ψυχή του; Να είναι δυνατός πάνω στο σανίδι κάτω από τα δυνατά φώτα, την απόλυτη ησυχία, το ξαφνικό χειροκρότημα ενός βαθύ σκοταδιού που ακουγόταν μέσα από το φως της πλατείας. Ένα ρίγος σκαρφάλωσε σε όλο του το κορμί. Ήταν το τέλος και η αρχή. Πότε ξεκινούσε το ένα και πότε το άλλο; Τα είχε μπερδεμένα μέσα του. 
Έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι, πάνω στο τραπέζι του σκηνικού, σηκώθηκε όρθιος και το βλέμμα του έτρεξε μέχρι την έξοδο, στην άλλη άκρη της αίθουσας.
- Κύριε Μακρή, θα μείνετε κι άλλο; Θα κλείσουμε. Έχετε κλειδιά; 

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ


- Ο κόσμος το ‘χε τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι!
- Τι εννοείς;
- Βγάζουν στη φόρα αυτά που ξέραμε από καιρό! Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια; Μας λένε τα αυτονόητα. Ενώ τόσο καιρό προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι αυτό που κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια είναι ένας σκύλος που ξέρει ξένες γλώσσες!             Άκουσον! Άκουσον! Βγήκαν να μας πουν ότι το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα ήταν αυστηρό και όχι το σωστό!
- Έλα! Βγήκαν και το είπαν;
- Σιγά που δεν το ξέραμε. Ηλίου φαεινότερον! Έλα παππού μου να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου. Απλώς τώρα σου λέει, κατά κάποιο τρόπο, καταστρέψαμε  την οικονομία της Ελλάδας! Και αυτά το ΔΝΤ!
- Δεν άκουσες, όμως, που βγήκαν οι από εδώ, οι Ευρωπαίοι ντε, και είπαν ότι δεν συμφωνούν με τις ανακοινώσεις του ΔΝΤ!
- Τι θα πουν αυτοί; Αυτοί ήθελαν να καλύψουν τα νώτα τους. Βαράτε τους Έλληνες για να μην πάθουμε εμείς τα χειρότερα. Καλύτερα ένας παρά όλοι. Και βγήκαν παγανιά!
- Και ήμασταν εμείς οι εύκαιροι;
- Και μεταφορικά και κυριολεκτικά!
- !!!
- Ρε, αφού και αυτοί τα είχαν χαμένα τότε. Δεν ήξεραν κατά που να τραβήξουν! Να κάνουμε αυτό στην Ελλάδα, να κάνουμε το άλλο; Χαμός! Διότι σε όλον αυτόν τον αχταρμά τους πονούσε πιο πολύ μην γίνει διάχυση της κρίσης, και σε αυτούς! Θυμάσαι τι γινόταν τότε! Τα στοιχήματα έπεφταν σωρηδόν! Η καταστροφολογία στο μεγαλείο της. Και εμείς, καημένοι, φουκαριάρηδες και μίζεροι χωθήκαμε στη φωλιά μας με το απορημένο βλέμμα μιας άγουρης ηλιθιότητας!
- Και τώρα;
- Τώρα τι; Μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται! Εντάξει! Κάναμε λάθος, αλλά αυτό δεν σημαίνει και τίποτα! Τι νομίζεις! Θα μας δώσουν πίσω αυτά που μας πήραν; Είσαι βαθιά νυχτωμένος άμα σκέπτεσαι  έτσι. Ό,τι γράφτηκε, γράφτηκε. Πέρασε στο DNA μας ότι είμαστε τεμπέληδες, χαραμοφάηδες και όλα τα συναφή!
- Δε μου λες! Εσένα δεν θα σε καλέσει κανένα πανεπιστήμιο για να αναπτύξεις την άποψή σου;
- Όχι! Είχα πρόταση από εκδοτικό οίκο!

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ


- Να ‘σαι καλά!
- Ευχαριστώ πολύ!
- Δεν το λέω για σένα!
- Και για ποιόν το λες;
- Για τον φίλο μας τον Σόιμπλε!
- Που τον θυμήθηκες καλοκαιριάτικα;
- Είναι να μην τον θυμάσαι; Σ’ αφήνει; Δεν σ’ αφήνει!
- Και γιατί του εύχεσαι έτσι στα καλά καθούμενα;
- Ποια καλά καθούμενα; Δεν άκουσες τι είπε;
- Για πες!
- Ότι είμαστε σε καλό δρόμο!
- Χωρίς λακκούβες; Τις κάλυψαν όλες; Δεν θα έχει σκαμπανεβάσματα πλέον;
- Α! Αυτό δεν σου το εγγυώμαι! 
- Και τι ήθελε με αυτό να πει …ο ποιητής;
- Αυτό! Τι άλλο; Ότι είμαστε σε καλό δρόμο.
- Μήπως τα μπέρδεψες; Μήπως εννοούσε ότι η χώρα είναι σε καλό δρόμο; Είσαι σίγουρος ότι χρησιμοποίησε πληθυντικό και δεν είπε είστε, αλλά ότι η χώρα είναι σε καλό δρόμο;
- Γιατί έχει διαφορά αυτό;
- Εσύ τι λες, δεν έχει; Άλλο η χώρα, άλλο οι κάτοικοί της. Παν αυτά που ξέραμε! Πρέπει να τα ξεχάσουμε! Ανήκουν στο παρελθόν. Η χώρα εργάζεται πλέον για λογαριασμό της και οι κάτοικοι της για λογαριασμό…
- Για πες…
- Σα να έχεις δίκιο…
- Είδες που στα έλεγα;
- Και που βγάζει αυτός ο καλός δρόμος; Μας είπε;
- Όχι ακόμη! Είπε μόνο για την Πορτογαλία και την Ισπανία!
- Τι είπε δηλαδή;
- Ότι η Πορτογαλία θα βγει στις αγορές το 2014 και η Ισπανία έχει γίνει πολύ πιο ανταγωνιστική!
- Κι εμείς; Πάλι στο πηγάδι πήγαμε;
- Αφού είμαστε σε καλό δρόμο λέμε, ντε! Δεν καταλαβαίνεις;
- Ναι, αλλά αυτός ο καλός δρόμος, τι μπορεί να είναι; Σοκάκι; Κανένα κακοτράχαλο μονοπάτι πάνω στον Όλυμπο, καμία λεωφόρος στο κέντρο; Να ξέρουμε που βρισκόμαστε. Να πάρουμε κι άλλες δραμαμίνες ή να μην πάρουμε; Διότι έτσι στα τυφλά, τι κάνουμε; Τι θα γίνει άμα η δράση τους τελειώσει; Να αρχίσουν οι παρενέργειες και οι ζαλάδες και να πιάνουμε τις κοιλιές μας;
- Κανόνισε, να μας λερώσεις!

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Η Πηνελόπη Τζιώκα παρουσιάζει το "Κράτησέ μου μια αλήθεια για το τέλος" του Βασίλη Μόσχη στις εκδηλώσεις ΕΑΡΙΝΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ 2013

Παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Μόσχη
Κράτησέ μου μια αλήθεια για το τέλος

Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί φίλοι και φίλες

Χαίρομαι για τη συμμετοχή μου σε αυτό το λογοτεχνικό πρωινό και την επικοινωνία μου μαζί σας, για πράγματα που φαντάζουν πολυτέλειες και “άλλα ηχηρά παρόμοια” σε άνυδρους και δύσκολους καιρούς . Όμως ακριβώς σε εποχές που μας αντιστέκονται και μας εγκλωβίζουν στη μιζέρια της καθημερινότητας, το να μιλήσουμε για λογοτεχνία, να αφιερώσουμε λίγο χρόνο και να ανταλλάξουμε απόψεις, βλέμματα, λέξεις με αφορμή ένα λογοτεχνικό έργο ή έναν λογοτέχνη είναι μια βαθιά πράξη ανθρωπιάς, η δική μας αντίσταση στον οδοστρωτήρα της βιοτικής ανάγκης. Συνεπώς η ενασχόλησή μας με τη λογοτεχνία, ειδικά τώρα, δεν είναι πάρεργο, πολυτέλεια, αλλά συνειδητός τρόπος να προστατεύσουμε την ευαισθησία μας, τις αξίες μας, την ανθρώπινη ισορροπία μας.
Με αυτά τα δεδομένα η σημερινή λογοτεχνική συνάντηση  συνιστά ομολογία ότι το λογοτεχνικό έργο και ο λογοτέχνης λειτουργούν ως πνευματικά αντισώματα στο μολυσμένο περιβάλλον, που μας βοηθούν με το παραμύθι της ζωής ιδωμένο αλλιώς να στήνουμε γέφυρες επικοινωνίας με το χώρο, τον χρόνο, τους ανθρώπους, να πολλαπλασιάζουμε τις ζωές μας, να διαστέλουμε το χώρο και τον χρόνο μας.
Ειδικά ο μυθιστορηματικός κόσμος του Βασίλη Μόσχη προσφέρει γενναιόδωρα αυτή τη διαστολή του χρόνου, του χώρου, των ανθρώπων. Αναφέρομαι βέβαια στο έργο του Χιλιάδες χρώματα στα μάτια της που έχει ήδη εξαιρετική αποδοχή από τους αναγνώστες και στο επόμενο, υπό έκδοση μέσα στο καλοκαίρι , με τίτλο Κράτησέ μου μια αλήθεια για το τέλος...
Ο Βασίλης Μόσχης συνεχίζει τη συγγραφική του δράση στερεώνοντας  το στίγμα της γραφής του. Συγκαταλέγομαι στους προνομιακούς αναγνώστες ,  καθώς διάβασα το έργο πριν εκδοθεί. Έτσι μου δίνεται η ευχέρεια να παρακολουθώ τη συγγραφική πορεία και το λογοτεχνικό αποτέλεσμα εν τη γενέσει του, με τις ωδίνες που συνεπάγεται, τη χαρά, τις επιφυλάξεις, τις συναισθηματικές μεταπτώσεις, την ικανοποίηση στη σταδιακή μορφοποίησή του.
Ας πούμε ότι παρακολουθώ τον συγγραφέα, όταν διπλασιάζεται για να παράγει το έργο του. Τι θέλω να πω: Ο Βασίλης Μόσχης γράφει συστηματικά, εργαστηριακά, μου θυμίζει τις περιγραφές του Γ. Σεφέρη για τον τρόπο εργασίας του. Ο Βασίλης χρειάζεται το χώρο του, τον χρόνο του, τις συνθήκες για να εργαστεί ως λογοτέχνης. Όταν λοιπόν εισέρχεται στο γραφείο του για να “γράψει”, αφήνει τον άλλον Βασίλη με τις καθημερινές σκοτούρες, φροντίδες, ενασχολήσεις, συμπεριφορές απέξω... Κλείνοντας την πόρτα του γραφείου του  ο Βασίλης- λογοτέχνης ζει τον κόσμο των ηρώων του, των καταστάσεων και των συνθηκών τους. Και είναι διακριτοί οι δύο κόσμοι, αν και υπόγεια συγκοινωνούντες. Δηλαδή: Το βιωματικό απόθεμα, οι καθημερινές εμπειρίες, τα ακούσματα, το πνευματικό και πολιτιστικό υπόβαθρο, η στάση ζωής, οι αξίες αποτελούν τη στέρεη βάση πάνω στην οποία υφαίνεται ο κόσμος του μυθιστορήματος, σε τέτοιο βαθμό που έχει κανείς την εντύπωση ότι αυτός ο λογοτεχνικός κόσμος εξαφάνισε τον “άλλον τον πραγματικό” για να ανακαλύψουμε εκ νέου το τελευταίο ως επεξεργασμένο περιεχόμενο και ουσία του λογοτεχνικού σύμπαντος του δημιουργού.
Αυτή την αίσθηση λοιπόν της πάλης, της συμπλοκής των δύο κόσμων, του διπλασιασμένου 'εγώ” αλλά συνάμα ενιαίου, μου έδωσε η λάθρα εισχώρησή μου  στο λογοτεχνικό εργαστήριο του Βασίλη Μόσχη. Έτσι μου είναι ίσως πιο εύκολο να ερμηνέψω τα κοινά αφηγηματολογικά γνωρίσματα που παρουσιάζουν τα δύο έργα του.
 Στο υπό έκδοση μυθιστόρημα Κράτησέ μου μια αλήθεια για το τέλος παρακολουθούμε την προσωπική ιστορία φαινομενικά ανεξάρτητων ατόμων που, όπως συμβαίνει άλλωστε στην καθημερινότητά μας, για κάποιο τυχαίο λόγο συνυπάρχουν ή συναντιούνται, διασταυρώνονται, φιλιώνουν, εχθρεύονται, απομακρύνονται, συγκλίνουν... Το κάθε πρόσωπο φέρει το παρελθόν του, ατομικό και συλλογικό, την αλήθεια του, τη φενάκη του, τα μυστικά του, τις ενοχές του, τις πληγές του, τις προσδοκίες του, τις αναζητήσεις του...
Το κάθε πρόσωπο έχει μια πορεία στο χώρο και στο χρόνο, άλλοτε αρχινημένη από τον ίδιο και άλλοτε από κάποιον άλλον. Μικρές γραμμές ζωής, η μια μετά την άλλη, η μια μέσα στην άλλη, απέναντι στην άλλη συναποτελούν το μεγάλο κουβάρι της ζωής. Σε αυτό το  νέο έργο λοιπόν ο ανθρωπολογικός ορίζοντας παραπέμπει σε ανθρώπους της Αθήνας της μεταπολίτευσης: ηθοποιός, δικηγόρος, επιχειρηματίας, οικιακή βοηθός, νοικοκυρές.
Καθώς ξετυλίγεται η ζωή του καθένα, η κίνηση προς τα μπρος μεταστρέφεται σε κίνηση προς τα πίσω, στον πόλεμο του  '40 και πιο πίσω στους Βαλκανικούς πολέμους και τον Μακεδονικό αγώνα, οπότε τα πρόσωπα πολλαπλασιάζονται, αποκτούν βάθος και εμφανίζονται ο τσιφλικάς, η παρακόρη, ο αγρότης, οι χωριάτες και άλλοι πολλοί χαρακτήρες που έχουν τη θέση τους στην πλοκή και συμπληρώνουν τον ιστορικοκοινωνικό φόντο του έργου.
Ο παραμυθάς αφηγητής γλιστράει επιδέξια την αφήγηση, με τρόπο ώστε φωτίζοντας τα πρόσωπα των ηρώων, το τώρα της ζωής τους, το κοινωνικό και ψυχολογικό υπόβαθρό τους να τα συνδέει με τον ιστορικό χρόνο, τα ιστορικά γεγονότα, όχι με την αίσθηση του σημαντικού, αλλά του αναγκαίου συλλογικού γεγονότος που εισβάλλει στον μικρόκοσμο των ηρώων και τον ανατρέπει. Το ιστορικό γεγονός, η ιστορική καταγραφή μέσα στο έργο φαίνεται ότι έχει σημασία για τον Βασίλη Μόσχη από την πλευρά του συγκεκριμένου απλού ανθρώπου, που από τύχη βρέθηκε “εκεί, τότε”.
Σε αυτό, όπως και στο προηγούμενο έργο του, η πορεία ζωής των ανθρώπων τοποθετείται σε ένα αναγνωρίσιμο κοινωνικό και ιστορικό φόντο. Οι τοιχογραφίες των εποχών συντίθενται από μεγάλα και μικρά γεγονότα. Το ιστορικό με το καθημερινό, το συλλογικό με το ατομικό, διαπλέκονται και αλληλοπροσδιορίζονται. Όμως ο αφηγητής κατέχει τη μαστοριά να δένει ανεπαίσθητα το ιστορικό γεγονός με την ατομική μοίρα αμφίδρομα. Οι άνθρωποι προκαλούν γεγονότα και ανατρέπονται από αυτά. Στο  Κράτησέ μου μια αλήθεια για το τέλος είναι εξαιρετικός ο τρόπος με τον οποίο αισθητοποιείται η εισβολή του πολέμου στον μικρόκοσμο των ανθρώπων, όχι ηρωικά, όχι από πάνω, αλλά υπόγεια, σαν το ξαφνικό κακό που βρίσκει τους ανθρώπους και εκείνοι αντιδρούν, όπως αντιδρούν για να επιβιώσουν. Όμως οι επιλογές, οι πράξεις, τα συναισθήματα δεν σταματούν την ώρα που εμφανίζονται, συνεχίζουν την πορεία τους σαν την κίνηση του ντόμινου, και συνεχίζουν να υπάρχουν σαν μνήμη, σαν πληγή, σαν ενοχή, που στοιχειώνουν τη συνέχεια.
Ο βασικός ήρωας του έργου είναι ηθοποιός και κάποια στιγμή πρέπει να ανακαλύψει την αλήθεια της καταγωγής του. Με κέντρο την Αθήνα της μεταπολίτευσης η αφήγηση εξακτινώνεται στο χώρο και στο χρόνο με τρόπο σαγηνευτικό, πειστικό, αληθοφανή. Στον χρόνο ο εικοστός αιώνας γίνεται στιγμές στη ζωή των ανθρώπων και ο χώρος εναλλάσσεται : Αθήνα, Λιτόχωρο, Λιβάδι, Παντελεήμονας, Σούνιο, Ύδρα, Αμερική... Η καταγωγική αλήθεια αποτελεί το μίτο αυτού του έργου που συνθέτει όλο το φάσμα των δυνατών σχέσεων και συναισθημάτων, όπως αγάπη, έρωτας, μίσος, αποστροφή, φιλία, απάτη, απελπισία, αγωνία, λύτρωση, απόρριψη...
 Ο Βασίλης Μόσχης επιμένει να γράφει τριτοπρόσωπα. Υιοθετεί τον τρόπο του παντογνώστη αφηγητή. Η επιλογή του αυτή δείχνει τη βιωματική σχέση του συγγραφέα με την αφήγηση του λαϊκού παραμυθιού, με την αφήγηση όπως μας έρχεται από τα βάθη των αιώνων, όπως αφηγείται ο Όμηρος. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση δίνει αυτονομία στο περιεχόμενο, καθώς το τοποθετεί σε ίση απόσταση από τον αφηγητή που το μεταφέρει και τον δέκτη/αναγνώστη που το ακούει/διαβάζει.
Μοιάζει σαν η ιστορία να αποτελεί τον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στον αφηγητή και τον αναγνώστη, να είναι κυριαρχική και ανεξάρτητη από το εγώ του αφηγητή και του αναγνώστη και κανένας από τους δύο να μην διεκδικεί την ιστορία ως αποκλειστικό βίωμα. Συγχρόνως η τριτοπρόσωπη αφήγηση επιτρέπει στον αφηγητή- συγγραφέα να ζήσει τη ζωή των ηρώων του, να γευθεί τον μικρόκοσμο των χαρακτήρων που περνούν στο έργο του, να συμπάσχει με τα πάθη τους, να μοιράζεται τα μυστικά τους, να συγκλονίζεται με τις συγκρούσεις.
 Έτσι η τριτοπρόσωπη αφήγηση ταιριάζει στον Βασίλη Μόσχη που περιφέρεται με καταπληκτική άνεση ανάμεσα στους ήρωές του και στις καταστάσεις που βιώνουν, καθώς ήδη τους παρουσιάζει αυθυπόστατους και αυτόνομους.
Σε αυτή την αφήγηση μεγάλος σύμμαχος του πεζογράφου είναι η γλώσσα του. Μεταλλάσσεται ανάλογα με τις εποχές, τις καταστάσεις, τα κοινωνικά, πνευματικά, ψυχολογικά γνωρίσματα του ήρωα. Με αυτή γίνεται πρόδηλο το ήθος και το ύφος των προσώπων. Κρύβει και αποκαλύπτει, στήνει σκηνικά, υπονομεύει την πράξη ή την επιβεβαιώνει, λέει ή καλύπτει αλήθειες αναζητώντας την αλήθεια. Βέβαια πέρα από την αληθοφάνεια των χαρακτήρων ιδιαίτερα στα διαλογικά μέρη, στα καθαρά αφηγηματικά ο συγγραφέας συνεχίζει με οίστρο σε περιγραφές που περισσότερα υπονοούν από αυτά που άμεσα λένε.
 Στο απόσπασμα που για επίλογο αυτής της παρουσίασης διάλεξα να διαβάσει ο συγγραφέας θα παρακαλούσα να παρακολουθήσουμε την περιγραφή του ήρωα που ψάχνει στο σκοτεινό και εγκαταλειμμένο σπίτι σημάδια της καταγωγικής του αλήθειας. Η περιγραφή του έξω χώρου αισθητοποιεί τον έσω κόσμο του ήρωα, ενώ το είδωλό του στον παλιό καθρέφτη αποδίδει τις ίδιες τις όψεις της ύπαρξής του μέσα στο χρόνο και σε σχέση με τους άλλους: Αυτός και ο αντικατοπτρισμός του, δηλαδή το είδωλό του στον καθρέφτη και στα δικά του μάτια, στα μάτια της Μαριάνθης, της Δανάης, της Ζωής, του Γεράσιμου, του Νικόλα... Αυτός και η αλήθεια του... Ή μάλλον το είδωλο της αλήθειας του;

Ακολούθησε το μονοπάτι με τις πέτρες που οδηγούσε στη πορτούλα, που ένωνε τις δυο αυλές στην πίσω μεριά των σπιτιών. Έτριξε δυνατά, σκουριασμένη τόσα χρόνια από την αχρησία. Κοίταξε γύρω μην τον δει κανείς. Ποιος να τον δει; Μέσα στο δικό του σπίτι;
Γύρισε αργά το κλειδί, τον δυσκόλεψε λίγο. Πόσα χρόνια είχε να δουλέψει η κλειδαριά; Σπρώχνοντας την πόρτα, ένα διαπεραστικό τρίξιμο πλημμύρισε το σκοτεινό δωμάτιο. Μια γεύση σκόνης και η βαριά ατμόσφαιρα τον έκαναν να οπισθοχωρήσει. Είχε παλιώσει πια ο αέρας. Δεν έβλεπε καθαρά. Τα παντζούρια θεόκλειστα, σχεδόν χτιστά πάνω στα παράθυρα. Πόσα χρόνια είχαν να ανοίξουν;
Θα χρειαζόταν ένα φακό, ένα φανάρι κάτι που να έβγαζε φως για να μπορέσει να δει. Γύρισε σπίτι και βρήκε μια γκαζόλαμπα. Την άναψε και κρατώντας την έτσι αναμμένη ξαναγύρισε πίσω. Μπαίνοντας, αυτή η μικρή φλόγα σκόρπισε στο δωμάτιο. Την δυνάμωσε και παντού γέμισε σκιές ο χώρος. Πήρε σάρκα και οστά το σκοτάδι. Τρεμόπαιζε η φλόγα και άρχισαν να τρέχουν οι σκιές τρομαγμένες. Ποιος τις ξύπνησε; Ποιος θέλει να χαλάσει την ησυχία τους; Ποιος είναι αυτός ο απρόσκλητος επισκέπτης που θέλει να ταράξει το λήθαργό τους;
 Στο πίσω μέρος του σπιτιού ήταν η κουζίνα. Προχώρησε σε μια ανοιχτή πόρτα και το φως τον έφερε σε μια μεγάλη σάλα. Και οι άλλες πόρτες ήταν ανοιχτές. Στάθηκε για λίγο ακίνητος προσπαθώντας να νιώσει την αύρα του σπιτιού. Ακούμπησε τη λάμπα πάνω στο μεγάλο τραπέζι. Σε λίγο οι σκιές έμειναν ακίνητες. Το φως έκανε γύρω του ένα φωτεινό στεφάνι. Κοντά του, δεν μπορούσε να πάει μακριά. Ο Αλέξης έβγαλε το λαμπογυάλι και δυνάμωσε τη φλόγα. Ελεύθερη έφτασε μέχρι τους τοίχους. Όλα ήταν σκεπασμένα με άσπρα σεντόνια. Τα έπιπλα, τα κάδρα στους τοίχους, οι καθρέφτες.
Μια ανατριχίλα τον διαπέρασε. Όχι από φόβο, αλλά από την απόλυτη ηρεμία που ήταν διάχυτη παντού. Προσπαθούσε να δει, να διακρίνει, να θυμηθεί. Άρχισε να ξεσκεπάζει τα πάντα, αποκάλυπτε ό,τι ήταν σκεπασμένο ρίχνοντας τα σεντόνια στο πάτωμα. Έμεινε μόνο το τραπέζι σκεπασμένο. Οι πίνακες στους τοίχους ζωντάνεψαν από την αμυδρή ρυθμική κίνηση της φλόγας και τις σκιές που γεννούσε. Ο σκαλιστός καθρέφτης, στον τοίχο αριστερά του, μεγάλωνε το χώρο. Έβλεπε το είδωλο του να στέκει εκεί στη μέση της σάλας και τις σκιές να σκαλίζουν το πρόσωπο του άγριο, σκοτεινό. Δεν ήξερε τι να υποθέσει.
Κάθισε στη μπερζέρα για να πάρει μια ανάσα. Να τα βάλει κάτω και να βγάλει μιαν άκρη. Θα μπορούσε; Από πού να ξεκινήσει; Το σπίτι φαινόταν ακατοίκητο εδώ και χρόνια. Το ήξερε, εξ άλλου, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, δεν είδε ποτέ ανοικτά παράθυρα, κάποιον να μπαίνει, να βγαίνει, κανένα ίχνος ζωής. Γυρνούσαν στην επαρχία, δίνοντας παραστάσεις για να κερδίσουν ένα κομμάτι ψωμί στα  δύσκολα χρόνια της κατοχής, του εμφυλίου. Τον περισσότερο χρόνο έλειπαν. Σπάνια τους έβλεπε κανείς στο σπίτι από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος.
Η Ελίζα ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας που ερωτεύτηκε έναν ηθοποιό και τον ακολούθησε. Να πέσουν να πεθάνουν οι γονείς της. Να μην την δουν στα μάτια τους. Κόντευαν να την αποκληρώσουν. Την αποκλήρωσαν; Μπερδεμένα πράγματα. Αλλά αν δεν την είχαν αποκληρώσει, θα έτρεχαν στα βουνά και στα λαγκάδια για ένα ξεροκόμματο; Δεν θα είχε τον τρόπο της; Ποιος να ξέρει; Η μάνα της, έλεγαν, την βοηθούσε κρυφά, πότε έτσι πότε αλλιώς. Δύσκολα και σκοτεινά χρόνια για όλους. Χάθηκαν λεφτά, περιουσίες, άνθρωποι. Ένας χαμένος και άδικος κόπος. Ένα άχρηστο ξημεροβράδιασμα. Αλλά η ζωή είναι ωραία. Πάντα περιμένεις το χαμόγελό της.
Από την οροφή κρεμόταν ένας μαντεμένιος πολυέλαιος με μισοκαμένα κεριά πάνω του. Κατέληγε στο ταβάνι στη μέση μιας σκαλιστής ροζέτας. Στην γωνία απέναντι του, ένα παλιό ανάκλιντρο ταπετσαρισμένο με μπορντό βελούδο. Δυο μπουφέδες από μαόνι, μικρά τραπεζάκια διάσπαρτα, ένας καναπές, δυο πολυθρόνες από βελούδο. Στην αρχή του διαδρόμου ένα μικρό έπιπλο που φιλοξενούσε ένα γραμμόφωνο και τους δίσκους του. Στο βάθος του φαρδύ διαδρόμου, φαινόταν μια ξύλινη σκάλα που ανέβαινε στο επάνω πάτωμα.
Πώς επέζησαν άραγε αυτά μέσα στην μεγάλη καταστροφή; Πόσες αναμνήσεις κουβαλούν; Τι λόγια και ψιθύρους έχουν ακούσει; Ένα παρελθόν, που έζησε, αναζητά να ξαναγεννηθεί; Πόσες απορίες, πόσα ερωτήματα τού άφησε το μυστικό της μάνας του! Θα βρει ποτέ απαντήσεις;…

Κατερίνη 14 Απριλίου 2013

Πηνελόπη Τζιώκα
Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων
Δρ. Φιλοσοφίας