Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ.


- Δεν σε βλέπω καλά!
- Γιατί; Έχεις μυωπία;
- Μυωπία σε τέτοια ηλικία;
- Αφού παλιμπαιδίζεις! Με την ηλικία δεν πάει αυτό; Είσαι νέος; Έχεις μυωπία! Σε πιάσαν τα χρόνια; Καλωσόρισες πρεσβυωπία! Και μιας και δεν βλέπεις καλά, καλό είναι…
- Εγώ δεν είπα ότι δεν βλέπω καλά! Εσένα δεν βλέπω καλά!
- Γιατί τι έχω; Πώς με κόβεις;
- Κάπως είσαι…
- Ε! Να μην είμαι;
- Και σου είπα τόσες φορές, μην αφήνεις να σε επηρεάζει τίποτα, ας’ το να πάει στα κομμάτια… Να πάει στο καλό!
- Ρε, ξέρεις τι είχαμε χτες;
- Έχει γούστο να είχατε επέτειο και την ξέχασες; Τ’ άκουσες κανονικά; Ή μήπως είχε γενέθλια και δεν της πήγες τουλάχιστον…
- Καλά… Τραγούδα…
- Ένα λουλουδάκι, ρε! Τι ψυχή έχει ένα λουλουδάκι;
- Θα πάρω μια ολόκληρη ανθοδέσμη και θα στην τρίψω στη μούρη! Ούτε το ένα, ούτε το άλλο!
- Τότε;
- Τι ήταν χτες, ρε;
- Δευτέρα!
- Και προχτές;
- Κυριακή!
- Και;
- Πες!
- Ρε! Εκλογές δεν είχαμε;
- Α! Για αυτό λες! Η Δευτέρα που κολλάει;
- Χτες είχαμε τις λεπτομέρειες!
- Και λοιπόν!
- Τι λοιπόν, ρε! Ήρθαν τα πάνω κάτω!
- Εκλογές είναι. Άλλες φορές τα πάνω πάνε κάτω, τα κάτω πάνε επάνω, ενίοτε και πλαγίως και ορθίως και καθέτως!
- Ρε, όχι κι έτσι!
- Εμ, Πως; Αλλιώς;
- Καλά! Με μένα είσαι ή με το θηρίο;
- Η κάλπη είναι πάντα γκαστρωμένη… κανείς δεν ξέρει..
- Ρε η επιστήμη προχώρησε, μπορείς να ξέρεις από πριν τι θα βγει…
- Και τώρα ήξερα…
- Τότε;
 - Βγήκαν δίδυμα! Διπλά τα έξοδα!





Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ

- Γιατί με κοιτάς;

Τον κοιτούσε ανέκφραστα. Δεν τολμούσε να του πει κάτι. Όσες προσπάθειες κι αν έκανε, καμιά γραμμή του προσώπου του δεν έδειξε σημάδι ζωής. Απιθωμένες κείτονταν πάνω στο πρόσωπό του.

- Δε μιλάς, ε; Αλλά τι έχεις να πεις; Ούτε να χαμογελάσεις… Δεν αφήνεις τις ρυτίδες σου να αλλάξουν μονοπάτι, ακίνητες να στέκουν…, Γιατί;

Συνέχισε να στέκεται ακίνητος για αρκετή ώρα ακόμη. Το βλέμμα του μετέωρο να σφαδάζει από την ακινησία του, ήθελε να κινηθεί, να τρέξει ένα γύρο, αλλά δεν του επιτρεπόταν. Και το πρόσωπό του; Πώς μπορούσε να μείνει τόση ώρα ασάλευτο, σχεδόν νεκρό;

Η σκέψη του έτρεχε, σκαρφάλωνε μέχρι ψηλά, βυθιζόταν στα βαθιά μέρη της θάλασσας, αναζητούσε την ηρεμία της, γλιστρούσε κρυφά σε σκοτεινές σπηλιές…

- Ώρα να φεύγεις! Μη με κοιτάς άλλο! Το μόνο που καταφέρνεις είναι να ζαλίζεσαι περισσότερο.
Πάνω του έβλεπε να ζωγραφίζονται μικροί λεκέδες, να ενώνονται μεταξύ τους, να χαλούν την όψη του, είχε φύγει το σμάλτο, διαβρώθηκε θες από την υγρασία, δεν μπορούσες να κάνεις κάτι, να διορθώσεις τη συνέχεια του δέρματος. Αλλά όσο θα περνούσε ο καιρός, η πληγή θα γινόταν ακόμη μεγαλύτερη. Θα απλωνόταν παντού, θα κάλυπτε όλο το πρόσωπο.

Θα ήταν ελεύθερος τότε. Δεν θα τον έβλεπε, δεν θα ρωτούσε, δεν θα τον κυνηγούσε. Δεν θα υπήρχαν ενοχές να απολογηθούν, τύψεις να σφυροκοπούν την ψυχή του. Ναι, ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Να αφήσει το χρόνο να γεμίσει την αναμονή του.

Η πόρτα έκλεισε με πάταγο και ταρακούνησε το είδωλό του. Είχε σηκωθεί αέρας. Από το μικρό παραθυράκι της καλύβας μπορούσε να δει τα κύματα που είχαν σηκωθεί μέχρι ψηλά. Από τις χαραμάδες της πόρτας ο αέρας σφύριζε, τραγουδούσε, ήθελε να μπει μέσα, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ψηλά, τα καλάμια της σκεπής έκαναν απεγνωσμένες προσπάθειες να μείνουν στη θέση τους.
- Μη φοβάσαι! Θα περάσει! Σε είδα που κοίταξες! Είδα το πρόσωπό σου, δεν μπορείς να μου κρυφτείς τώρα! Είδα το φόβο στο βλέμμα σου. Μόνο όταν κοιτάς εμένα μένεις ανέκφραστος.

Έκανε ένα βήμα στο πλάι, έφυγε από την ευθεία, τον έχασε. Ένας βαθύς αναστεναγμός σκαρφάλωσε από μέσα του και τον άφησε λεύτερο, να πλημμυρίσει στο δωμάτιο. Ένιωσε κάπως καλύτερα, αλλά μάταιος κόπος. Κάποια στιγμή θα αναγκαζόταν να τον αντιμετωπίσει.

Προχώρησε προς την πόρτα, ήθελε να βγει έξω, να περπατήσει πάνω στην άμμο, να γλύψει το νερό τα γυμνά του πόδια και να περπατήσει όλη τη γραμμή μέχρι εκεί που χανόταν, που ενωνόταν με τον ορίζοντα και μετά, να επέστρεφε το βράδυ, μέσα στο σκοτάδι δεν θα μπορούσε να τον δει.

Έβαλε το χέρι του σε μια χαραμάδα της πόρτας και έκανε να την τραβήξει προς τα μέσα. Ο αέρας με δύναμη την έριξε πάνω του και δρασκέλισε αλλόφρονας μέσα στο μικρό δωμάτιο, γεμίζοντας κάθε γωνιά, κάθε πιθανή κρυψώνα. Τα μαλλιά του κυμάτισαν προς τα πίσω, το ανοιχτό του πουκάμισο ανέμισε σαν καραβόπανο στο πλοίο του, που τον γυρνούσε πίσω. Δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ο αέρας πίεζε, φυσούσε, αγκομαχούσε, ούρλιαζε, δεν άφηνε κανέναν και τίποτα να κάνουν ένα βήμα μπροστά.

Κατάφερε και την έκλεισε, έπεσε πάνω της και την έσπρωχνε να φτάσει στη θέση της. Έβαλε το μάνταλο και την κοιτούσε παντού, την ξεψάχνισε, φοβόταν ότι κάποια στιγμή δεν θα άντεχε, θα υπέκυπτε στα τραύματά της από το μαστίγωμα του αέρα. Ήταν φυλακισμένος, τουλάχιστον μέχρι να κοπάσει το τρελό μεθύσι του, ο άγριος χορός που ακολουθούσε τη ίδια του την μουσική.

Κοίταξε προς τα πίσω. Δεν τον έβλεπε. Δεν μπορούσε να τον δει. Άρχισε να κάνει βόλτες πάνω κάτω, προσέχοντας να μη βρεθεί μπροστά του, αλλά μέχρι πότε; Δεν θα μπορούσε να τον αποφεύγει πάντα. Κάποια στιγμή έπρεπε να σταθεί εκεί. Να μιλήσουν σαν άντρες.

Το καλοκαίρι αργούσε να τελειώσει σε αυτήν την απέραντη ερημιά. Ο ουρανός, ή θάλασσα, η άμμος και αυτός αγκαλιά με το χειμώνα του.

Πήγε και στάθηκε μπροστά του. Ακίνητος.

- Ήρθα, του είπε.

Τρόμαξε μόλις τον αντίκρισε. Η υγρασία είχε προχωρήσει αρκετά, ξεφλούδιζε το πρόσωπό του, το έδειχνε άρρωστο, ανήμπορο να αντιδράσει.

- Δεν μιλάς, τώρα;
Ήταν η δική του σειρά να ρωτήσει.

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Το σκοτάδι δεν θα αργούσε να κατέβει. Χωρίς σκιές. Σε μια απέραντη αμμουδιά δεν θα μπορούσε να γεννηθούν σκιές, οράματα, εικόνες. Με το σκοτάδι νικητή, ο άνεμος υποχώρησε, η διάφανη σκιά του κενού έμενε ακίνητη. Δεν τρεμούλιαζε καν ο μικρότερος κόκκος άμμου. Δίπλα, η φύση νεκρή απολάμβανε την ηρεμία της.

Δεν υπήρχε πουθενά. Άδικος κόπος μέσα στο σκοτάδι. Ζούσε μόνο στο φως. Μισούσε το σκοτάδι και χανόταν. Έπρεπε να περιμένει πάλι. Μέσα του βαθιά ήταν σίγουρος. Το ήξερε ότι επίτηδες στάθηκε μπροστά του μια τέτοια στιγμή. Ήξερε ότι δεν θα τον συναντούσε. Ξεγελούσε τον εαυτό του. Δικαιολογούσε τις ενοχές του. Αν πραγματικά ήθελε, θα του μιλούσε με το φως της ημέρας. Πόσες δρασκελιές έκανε ο ήλιος, πόσους κύκλους στην άτρωτη περιφορά του; Τόσες ευκαιρίες είχε! Τώρα δεν μπορούσε να δει τίποτα. Το σκοτάδι είχε πλημμυρίσει παντού. Μπροστά του λαμπύριζε το αχνό μονοπάτι του φεγγαριού πάνω στην άμμο που οδηγούσε ίσαμε τα νερά για να χαθούν ως τη μακρινή γοητεία μιας χαμένης σκέψης.

Το πρωί ξύπνησε από το δυνατό φως που πανηγύριζε παντού τριγύρω του. Ήταν γυμνός, ξαπλωμένος στην παραλία, πασπαλισμένος από χιλιάδες κόκκους άμμου που τον τύλιγαν αθόρυβα όλη τη νύχτα, καθώς η σκέψη του δεν τον άφηνε να κοιμηθεί ήρεμα παρά τον κλωθογύριζε πάνω στο απαλό της στρώμα.

Σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος. Δεν έκανε καμιά κίνηση να τινάξει την άμμο από πάνω του. Το θεώρησε ανώφελο. Προχώρησε προς τη θάλασσα. Τα βήματά του δεν βούλιαζαν στην άμμο τώρα πια, καθώς είχε φτάσει στην άκρη της, εκεί που την φιλούσαν τα νερά και γινόταν ένα με τη θάλασσα. Προχώρησε κι άλλο, το νερό σιγά σιγά ανέβαινε καθώς το σώμα του γινόταν όλο και πιο μικρό μέχρι να χαθεί, και μετά να βγει στην επιφάνεια απαλλαγμένο από την άμμο που γλίστρησε και χάθηκε στο βυθό της θάλασσας. Το νερό είχε κυλήσει πάνω του, απλώθηκε παντού πάνω στο κορμί του, απαλλάχτηκε από τα ψήγματα της άμμου.

Αναζωογονημένος βγήκε έξω και με σταθερά βήματα προχώρησε. Το είχε αποφασίσει, θα τον συναντούσε, θα του μιλούσε. Δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο, είχε χάσει πολύτιμο χρόνο. Να σταθούν ο ένας απέναντι στον άλλον, να υποστηρίξουν τα θέλω τους, τις αποφάσεις τους, να γελάσουν, να κλάψουν αν χρειαστεί. Να ακουστούν οι αντιρρήσεις τους.

Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Δεν την είχε κλείσει το προηγούμενο βράδυ. Πάντα την άφηνε ανοιχτή όταν μπορούσε. Μπήκε μέσα με αποφασιστικότητα και στάθηκε μπροστά του. Δεν τον αναγνώριζε. Οι πληγές είχαν μεγαλώσει, κάλυπταν όλο του το πρόσωπο, μόνο τα μάτια του προσπαθούσαν απεγνωσμένα να κρατήσουν ζωντανή την παλιά τους λάμψη. Είχε γεράσει πια τόσο πολύ! Άπλωσε το χέρι του, τα δάχτυλά του να νιώσουν το γερασμένο δέρμα του.

Δεν μπορούσε να λυπηθεί! Γιατί να κλάψει; Για το χαμένο του χρόνο; Να κραυγάσει και να τον αναγκάσει να επιστρέψει; Μάταια! Πότε ξανάγινε αυτό; Είχε αργήσει πια! Η αρρώστια είχε εισχωρήσει βαθιά μέσα του, απλώθηκε παντού!

Ένιωθε την οργή του να τον κυριεύει. Θύμωσε με τον εαυτό του. Έσφιξε με δύναμη τα δόντια του, οι γραμμές στο πρόσωπό του αγρίεψαν. Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Έπρεπε να το κάνει, δεν είχε άλλη επιλογή. Έσφιξε το χέρι του σε μια ακλόνητη γροθιά και με ορμή την έριξε μπροστά του.

Δεν ένιωσε πόνο, αφουγκράστηκε μόνο τον ήχο που έφτασε στα αυτιά του από το θρυμμάτισμα του προσώπου, μικρά κομμάτια πια, ενωμένα ακόμη μεταξύ τους. Ακολούθησε με τη ματιά του τις ραγισμένες γραμμές που σχηματίστηκαν πάνω του, σαν αλαφιασμένα ρυάκια έτρεχαν να εκτονωθούν στην άκρη και εκεί να σταματήσουν. Πλησίασε το πρόσωπό του, άλλαζε μορφή, μοιρασμένο σε πολλές μικρές επιφάνειες, σε θολά ακανόνιστα σχήματα, σε κομμάτια ενός παζλ που δε βρήκε τη λύση του.
Ήταν θέμα χρόνου τα μετέωρα κομμάτια, που απεγνωσμένα προσπαθούσαν να κρατηθούν ενωμένα, εξαντλημένα να αφεθούν, αφήνοντας στο παρελθόν την παλιά τους γοητεία. Το παρόν αποδείχτηκε επικίνδυνο. Το μέλλον ίσως αργήσει να έρθει.

Όρμησαν επιθετικά μπροστά στα πόδια του με τις κοφτερές άκρες τους να θέλουν να καρφωθούν, να πάρουν, μια τελευταία στιγμή, μια ανώφελη εκδίκηση. Έσκυψε να τα προλάβει, να γεμίσει με αυτά τη χούφτα του, αλλά ξέφυγαν ανάμεσα από τα δάχτυλά του. Μικρές γυάλινες πυγολαμπίδες βυθίστηκαν στην άμμο!

Με το πρώτο βήμα φάνηκαν οι κόκκινες πληγές στα πόδια του.
Τα κομμάτια του σπασμένου καθρέφτη με τον καιρό θα γίνονταν κόκκοι άμμου δίπλα σε μια απέραντη θάλασσα για να συνεχίσουν την αέναη πορεία τους.

________________________
Η Mετέωρη Γοητεία του Χρόνου
Διήγημα του Βασίλη Μόσχη.
Πρωτοδημοσιεύτηκε Οκτώβριος 2014
στο περιοδικό fractalfractalart.gr


Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ


- Μου ‘ρθε φλασιά τώρα!
- Αμάν, βρε για λέγε, σου ήρθε καμιά ιδέα;
- Ιδέες, τέλος εδώ και καιρό. ΟΙ ιδέες κοστίζουν σήμερα, άσε για άλλη φορά!
- Τι σου κατέβηκε;
- Και να περάσει αυτή η Κυριακή με τις εκλογές, δεν ξεμπερδεύουμε, έχουμε συνέχεια που μπορεί να τραβήξει και να πάει λέγοντας… Έχουμε δρόμο ακόμη. Κι εγώ που έλεγα θα ηρεμήσουμε…
- Δηλαδή;
- Πες ότι έγιναν αυτές οι εκλογές…
- Λέω…
- Μετά;
- Τι μετά; Θα κάνουνε κυβέρνηση…
- Α! Σε βλέπω πολύ βιαστικό…
- Γιατί, ρε; Θα το καθυστερήσουμε κι άλλο;
- Πες ότι δεν υπάρχει αυτοδυναμία!
- Θα μαζευτούν κάνα δυο… θα βάλουν την ουρά κάτω από τα σκέλια…
-Αφού βρίζονται τώρα μεταξύ τους…
- Ε! Και; Περίοδο εκλογών έχουμε. Αν δεν βριστούν τώρα πότε θα βριστούν; Μετά τα ξαναβρίσκουν πάλι…
- Πες, ότι δεν θα μπορέσουν να τα βρουν. Πάλι εκλογές!
- Σε δουλειά να βρισκόμαστε…
- Και δεν είναι μόνο αυτό… Μετά είναι και η εκλογή προέδρου…
- Θα έχει μεγάλη πλάκα, να γίνει κυβέρνηση να προχωρήσουν σε ψηφοφορία προέδρου, και να μην τα βρουν…
- Τι γίνεται τότε;
- Πάλι τα ίδια φαντάζομαι…
- Δηλαδή υπάρχει περίπτωση να μηδενίσουμε και φτου κι απ’ την αρχή;
- Λογικά έτσι δεν πάει;
- Λογικά το λες εσύ αυτό; Εγώ το λέω… άσε να μην το πω…
- Μπορεί να έχουμε και συνέχεια εκλογές… μέχρι όπου πάει…
- Να έχουμε να ασχολούμαστε με κάτι, να μην καθόμαστε, εξ άλλου λεφτά έχουμε να ξοδεύουμε, δεν έχουμε; Χαζά τώρα;
- Ναι, ρε, και άμα τους τελειώσουν, πολύ ευχαρίστως, να τους δανείσουμε εμείς.
- Πάντως, εδώ που τα λέμε, είναι από τις πιο δύσκολες εκλογές…
- Γιατί; Επειδή δεν ξέρεις τι θα ψηφίσεις;
- Ακριβώς…, διότι, μετά τις εκλογές θα μπορούμε να δούμε ποιος είχε δίκιο και ποιος όχι.
- Δεν είναι σίγουρο αυτό… Δεν θα μπορείς να εκτιμήσεις το αποτέλεσμα… Διότι δεν μπορείς να έχεις και παραλλαγές αποτελεσμάτων συγχρόνως, να τις δοκιμάσεις για λίγο και μετά να πεις… θα πάρω αυτό! Τυλίξτε το παρακαλώ για το σπίτι.
- Τι ωραία! Ωραία ιδέα!
- Ωραία ιδέα, αλλά μόνο για όνειρα θερινής νυκτός!



Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ

- Τι είναι αυτό;
- Ε! δεν βλέπεις;
- Βλέπω…, για αυτό ρωτάω! Και ποιος ο λόγος;
- Έχω διαφόρων ειδών!
- Δηλαδή;
- Αυτό είναι για τη ζαλάδα! Μόλις δω ότι ζαλίζομαι, τζουπ και όλα μέλι γάλα… Αυτό εδώ το κόκκινο είναι όταν νιώθω ότι γίνεται σεισμός, μόλις το παίρνω έρχομαι στα ίσα μου, αυτό το κίτρινο είναι όταν βλέπω ότι τα δύο προηγούμενα δεν ήταν αρκετά! Καταλαβαίνεις δηλαδή πότε ακριβώς…
- Και τώρα σε ποια φάση είσαι;
- Αυτό ψάχνω! Είμαι παρανοϊκά μπερδεμένος και δυστυχώς βλέπω ότι δεν έχω κάποιο χάπι για την περίπτωση… και νιώθω ότι θα με πιάσει πανικός… ενώ κανονικά έπρεπε να είχα ένα άλλο χάπι για να προλάβω να συμβαίνουν όλα με τη σειρά τους…
- Μμμμ… Και γιατί είσαι παρανοϊκά μπερδεμένος;
- Με αυτά που ακούω και βλέπω… έκανα το λάθος να ανοίξω τηλεόραση να κάνω ζάπινγκ και δυστυχώ την πάτησα… Είδα την παράνοια να με πλησιάζει, δεν με άφησε να σκεφτώ λογικά, αναγκάστηκα πήρα το πρώτο χάπι, μετά από λίγο πήρα το επόμενο και ετοιμάζομαι για το τρίτο… Πρέπει να εφοδιαστώ και με άλλα χάπια… πρέπει να δω και τι χρώματος για να μην τα μπερδεύω… Μάλλον αυτό πρέπει να είναι γκρίζου χρώματος διότι θα αφορά χρηματικούς ανεμοστρόβιλους… Διότι ανακαλύπτεις ότι το χρήμα κυκλοφορεί άνετα, μπαινοβγαίνει, κολλάει σαν βεντούζα σε αυτούς που το κυνηγάνε αλύπητα…
- Και εγώ κυνηγάω το χρήμα αλλά δεν μου κάθεται…
- Πως το κυνηγάς βρε μούτρο; Δουλεύοντας ή παίζοντας τζόκερ; Αυτά είναι για μικρά παιδάκια παιχνιδάκια! Και είπαμε… Να το κυνηγάς αλύπητα… Όχι ψιλοπράματα! Δεν μιλάμε για πενταροδεκάρες… Πάνω από εκατομμύριο…
- Όλα κι όλα… Ποιος είμαι εγώ…
- Είδες; Αν ξεκινάς έτσι, δεν πρόκειται να δεις χαΐρι και προκοπή… Θέλει αυτοπεποίθηση η δουλειά, θέλει αέρα και βουρ… βουτιά στα βαθιά… Αλλιώς ξέχνα το!
- Δηλαδή;
- Είσαι ένα ψιλικατζής αδερφέ μου και ψιλικατζής θα παραμείνεις. Δεν έχεις μέλλον εδώ με τέτοια σχέδια… Πρέπει να είσαι γεννημένος για τεράστια πράματα! Να έχεις άστρο να σε οδηγεί… Αν δεν το έχεις, θα μείνεις με το φακό στο χέρι!
- Με ή άνευ μπαταριών;


Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ


- Καλά ρε, τόσο εύκολο είναι;
- Ποιο, ρε;
- Να το κάνουμε κι εμείς! Μυαλό δεν έχουμε; Τι κάναμε τόσο καιρό; Αφήσαμε τόσο χρόνο και πήγε χαμένος;
- Ποιο, ρε; Για τι πράμα μιλάς;
- Έχουμε λεφτά;
- Χα χα, αυτό είναι το ανέκδοτο της ημέρας! Τι της ημέρας, λέω; Του μήνα! Της χρονιάς! Τι λεφτά, ρε; Δεν υπάρχει σάλιο!
- Και που θα βρούμε;
- Γιατί; Υπάρχει περίπτωση να ψάξουμε και να βρούμε; Που ρε; Έξω στον κήπο; Σε κανένα πηγάδι; Πάνω στο βουνό; Όπου και να υπάρχουν, πάω τρέχοντας!
- Χαλάρωσε! Είναι πιο απλά τα πράματα!
- Δηλαδή;
- Να τυπώσουμε!
- Εεεε! Είπα κι εγώ! Άκου τόσο εύκολο… Ρε, θα μας βάλουν μέσα, ρε! Θα μας μπαγλαρώσουν, ρε! Κατευθείαν στη στενή! Άκου να τυπώσουμε…
- Δε θα τυπώσουμε εμείς, ρε! Έτσι κυκλοφορεί… Έτσι λένε…
- Α! ρε κάθεσαι και πιστεύεις την κάθε ράδιο αρβύλα που κυκλοφορεί…  
- Ναι, ρε… το άκουσα στη τηλεόραση…
- Κάτι μας είπες τώρα! Στην τηλεόραση… Και τι νομίζεις; Ό,τι ακούς εκεί είναι αλήθεια; Τα δένεις κόμπο όλα; Είσαι βαθιά νυχτωμένος…
- Ρε, ναι, σου λέω!
- Και τότε τι περιμένουμε; Τρέξε να πιάσουμε θέση! Ακόμη εδώ είσαι; Έμαθες τουλάχιστον που θα μοιράζουν λεφτά για να τρέξουμε κι εμείς; Μη με ξεχάσεις…
- Αφού το είπε…
- Είπε ξείπε… έτσι είναι αυτά… Προ εκλογών κυκλοφορεί… και τι δεν κυκλοφορεί…
- Λες;
- Και τι; Περιμένουμε τις εκλογές  για να τυπώσουμε; Τι καθόμασταν τόσα χρόνια; Για να δούμε πόσο θα αντέξουμε;
- Λες, ε;
- Όχι μόνο λέω, αλλά είμαι και σίγουρος!
- Δηλαδή, όνειρο ήταν και πάει!
- Τα όνειρα κοστίζουν ακριβά!
- Πολύ φασαρία για το τίποτα, ε;
- Εμ! Τζάμπα συναγερμός!
- Καλά, ρε φίλε! Αφού τα όνειρα κοστίζουν ακριβά τι πρέπει να κάνουμε;
- Να μην βλέπουμε όνειρα!
- Και δεν θα κοιμόμαστε καθόλου;

  


Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

ΜΑΚΗΣ ΤΣΙΤΑΣ | ΜΑΡΤΥΣ ΜΟΥ Ο ΘΕΟΣ | Εκδόσεις ΚΙΧΛΗ


Μάκης Τσίτας
“Μάρτυς μου ο Θεός
Εκδόσεις Κίχλη

Τι μπορεί να περιμένει ένας χοντρός μεσήλικας, που υποφέρει από σάκχαρο, που κουβαλά πικρές στιγμές από την παιδική του ηλικία, τα πρέπει και δεν πρέπει με τα οποία ανατράφηκε, πάντα καλοπροαίρετος, πάντα αθώος, πάντα ανυποψίαστος, πάντα υπάκουος με μια παιδική αφέλεια που αιωρείται μεταξύ του δραματικού και του κωμικού; Θα μπορέσει να επιβιώσει σε μια κοινωνία που κινείται διαφορετικά και συγκρούεται συνεχώς μετωπικά μαζί του; Ποιος είναι ο Χρυσοβαλάντης, ο ήρωας του Μάκη Τσίτα στο μυθιστόρημά του “Μάρτυς μου ο Θεός”;
Η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Μάκη Τσίτα είναι μια απολαυστική εμπειρία. Ένας υπέροχος μονόλογος, σαρκαστικός, δραματικός, πλαισιωμένος από αστείρευτο χιούμορ που αφήνει τις σκέψεις να ακροβατούν μεταξύ του δραματικού και του κωμικού με μοναδική επιτυχία.
Ο ήρωας του βιβλίου είναι πληθωρικά φορτωμένος με όλα τα χαρακτηριστικά που μπορεί μεμονωμένα να ταλανίζουν τον καθένα μας. Τον διπλανό μας, τον γείτονα μας, τον φίλο μας. Ο χαρακτήρας του Χρυσοβαλάντη είναι πολύ οικείος. Μπορεί να τον συναντήσουμε παντού, στον σπίτι μας, στο δρόμο, στην δουλειά μας, μιλά και συμπεριφέρεται όπως πολλοί από μας, μας κάνει και γελάμε, μας πλημμυρίζει μια θλίψη, μια απεγνωσμένη σκέψη πώς θα πορευτούμε, που θα φτάσουμε και γιατί να φτάσουμε εκεί.
Όλα αυτά που μπορεί να συμβούν κατά διαστήματα στο καθένα από εμάς βρίσκονται συγκεντρωμένα στον φίλτατο μας Χρυσοβαλάντη που απεγνωσμένα προσπαθεί να βρει μια ιδεώδη ισορροπία για τον εαυτό του. Πολλές φορές αναλογίζεται πόσο καλύτερα ζούσε στο παρελθόν συγκρίνοντας τό με το παρόν του που τον κατατρέχει
Αλλάζει πολλά αφεντικά… ”Υπάρχουν τεσσάρων ειδών αφεντικά: Οι πετυχημένοι, οι χρεωμένοι, τα καθίκια και οι τρελοί. Εγώ έπεσα στον τέταρτο”, και τελικά μένει άνεργος.
Γίνεται υποχείριο των γυναικών που γνωρίζει, καθώς τον εκμεταλλεύονται στο έπακρον. “Προσπάθησε κάποια Ρωσίδα να μου φάει λεφτά, αλλά δεν τα κατάφερε - είχα πια ξυπνήσει.»
Συχνάζει σε οίκους ανοχής, περιμένοντας να βρει την κατάλληλη γυναίκα για να φτιάξει την δική του οικογένεια, ας είναι και Αγγλίδα… “Και σε σύζυγο εξ Αγγλίας ( εκ Λονδίνου κατά προτίμηση) δε θα έλεγα όχι, γιατί αυτές γεννάνε καλά παιδιά και κατάξανθα.” Και από την άλλη πέρασαν τα χρόνια, δεν πιστεύει ότι θα βρει πια την κατάλληλη γυναίκα.
“Εάν παντρευόμουνα, θα ήθελα μια γυναίκα κοντά στα τριάντα πέντε, σεμνή και χωρίς εξτρίμ ντύσιμο. Εγώ αυτά δεν τα θέλω. Και δεν τα θέλω κατά βάθος, για να μη γίνει πολύ ωραία και προκλητική και πούνε όλοι, ορίστε, πήρε ο άχρηστος μια γυναικάρα με τα όλα της.”
Βασανίζεται από τύψεις… “Πώς θα πω στον πνευματικό μου ότι από τη μία λέω προστυχόλογα κι από την άλλη ανεβαίνω στο ψαλτήρι κα ψέλνω; Πώς θα το αποτολμήσω;
Και τι απομένει για το τέλος;
“Με πιάνει ο πανικός μήπως τρίτοι άνθρωποι εμφανιστούν από το πουθενά μια ωραία πρωία, σαν αλεξιπτωτιστές κομάντος , και πέσουν να μου κατασπαράξουν αυτά που έχτιζα μια ζωή.”
Στον μικρόκοσμο του Χρυσοβαλάντη συμπορεύονται ο μέθυσος απόστρατος πατέρας, η θεοσεβούμενη μητέρα, δύο αδερφές, ο πνευματικός, η θρησκευτική του πίστη, τα κορίτσια που συναναστρέφεται, το αφεντικό, τα “καλά σπίτια” οι φίλοι.
Ο μονόλογος του Χρυσοβαλάντη είναι αστείρευτα σαρκαστικός, γλυκόπικρος προκαλώντας ένα αβίαστο γέλιο που εναλλάσσεται με την θλίψη που πηγάζει από τις ατυχίες που τον περιτριγυρίζουν. Ο Χρυσοβαλάντης είναι ένας αντιήρωας που δεν ταιριάζει καθόλου με τους άλλους γύρω του. Κάνει μεγάλα όνειρα χωρίς να ευδοκιμούν, απογοητεύεται πάντα από αυτά που του συμβαίνουν, αλλά συγχρόνως πάντα τα δικαιολογεί και φαίνεται να τα απολαμβάνει!
Ο Μάκης Τσίτας μας παραδίνει ένα μονόλογο απολαυστικό που αξίζει να τον διαβάσετε. Ναι, είναι υπέροχα απολαυστικός! Μάρτυς μου ο Θεός!






Από τη στήλη ΒΙΒΛΙΟ
των εφημερίδων
ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΘΑΡΡΟΣ | ΚΟΖΑΝΗ

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ

Προσθήκη λεζάντας

- Τι να πω;
- Δεν μπορείς να πεις τίποτα!
- Τίποτα απολύτως!
- Από τη μια…
- Και από την άλλη…
- Μας έχουν βάλει στη μέση…
- Ήδη νιώθω μια αντράλα… Διότι μια εκεί, μια εδώ, τι να σου κάνει; Δεν θα σε πιάσει το αυχενικό σου;
- Υπάρχει και κίνδυνος αλληθωρισμού…
- Πληθωρισμού;
- Α! καλά! Άρχισες να κουφαίνεσαι… Είναι κι αυτό μια από τις παρενέργειες… Με τόσα που ακούμε…
- Βρε, έχω μπερδευτεί περισσότερο τώρα… Τόσο καιρό τα είχα βάλει σε μια τάξη… Αυτός είναι έτσι, ο άλλος είναι αλλιώς… Ο παραδίπλα, κάτι λέει κι αυτός, ο παράλλος κάτι ψελλίζει… Ο καθένας ότι μπορεί… Αλλά τώρα…
- Αγρίεψε το πράμα… Έχω αποκάμει πια… Τι να πιστέψω…. Ποιον να πιστέψω… Οι κατηγόριες πάν κι έρχονται λες και είναι Πάσχα…
- Τι ανακατεύεις το Πάσχα τώρα;
- Ρε, συ, το Πάσχα δεν γίνεται ο ρουκετοπόλεμος στη Χίο;         
-Α! γεια σου, δίκιο έχεις…
- Το ίδιο και τώρα… Εμείς είμαστε στη μέση και από πάνω βλέπουμε τις ρουκέτες που πέφτουν σωρηδόν… Κόλαση σκέτη… Ρουκέτες από δω. Από κει… Πανηγύρι…
- Και άντε τώρα να βγάλεις άκρη… Πας να πιστέψεις τον έναν, έρχεται ο άλλος και σου λέει, α παπα! Δεν είναι έτσι, είναι αλλιώς. Ένας τρίτος αναιρεί τους δυο προηγούμενους, ο επόμενος…
- Υπάρχει και επόμενος;
-Εμ, δεν υπάρχει; Για βάλε κάτω και μέτρα… Όλοι λένε την αλήθεια, όλη θέλουν την σωτηρία μας… και εμείς οι κακομοίρηδες;
- Ναι, κακομοίρηδες, έτσι ακριβώς! Μόνοι κι έρημοι, αδύνατοι να αντιδράσουμε, τα καταπίνουμε όλα και σερνόμαστε μέχρι τελικής πτώσεως… Και δεν μου λες; Τι θα ψηφίσεις εσύ;
- Έτσι όπως είναι τα πράματα εκείνη την ημέρα θα πέσω άρρωστος..
- Και που ξέρεις ότι θα είσαι άρρωστος.
- Θα το προγραμματίσω…
- Γίνεται αυτό;
- Βρε, αν δεν έχεις καλό προγραμματισμό, τίποτα δεν μπορείς να κάνεις σωστά. Όλα είναι θέμα προγράμματος…
- Και πόσο πυρετό υπολογίζεις να έχεις;

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ


- Εδώ το έχουν το αυτί στημένο!
- Τι ! Μας ακούει κανείς; Ποιος κρυφακούει;
- Τι νόμιζες; Μόνο οι τοίχοι έχουν αυτιά; Υπάρχουν παντού! Μη σου πω ότι αιωρούνται στον αέρα, μπαίνουν παντού, τρυπώνουν από χαραμάδες, κρύβονται κάτω από τραπέζια και κρεβάτια….
- Αμάν ρε φίλε μου πώς τα λες έτσι; Είσαι υπερβολικός…
- Βρε και λίγα σου λέω, όλα στη φόρα, παντού υπάρχουν αυτιά που κάνουν αναμεταδόσεις. Δεν κυκλοφόρησε πάλι, λόγω εκλογών, για τις γερμανικές αποζημιώσεις; Ήμουν νιός και γέρασα. Γιατί, φίλε μου, το θυμόμαστε μόνο σε δύσκολες εποχές; Τόσα χρόνια δεν τις είχαμε ανάγκη τις αποζημιώσεις; Κοντεύουν να τα εκατοστίσουν οι αποζημιώσεις!
- Ε όχι και τόσο πολύ!
- Ναι, αυτό είναι το πρόβλημά σου. Πέντε πάνω, πέντε κάτω, δεν αλλάζει τίποτα. Το θέμα παραμένει το ίδιο.
- Για να σου πω, από αλλού ξεκίνησες, αλλού το πήγες.
- Στα ίδια είμαστε. Άκουσαν και απαντούν για να μην τρέφουμε φρούδες ελπίδες. Για τους Γερμανούς λέω που ξαναβγήκαν και είπαν ότι αυτό με τις αποζημιώσεις τελείωσε. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει κανένα επίσημο αίτημα, βάλε και τις δεκαετίες που πέρασαν… οπότε βάλτε τίτλους τέλους… Αυτά!
- Και εμείς γιατί το ξαναφουσκώνουμε;
- Για κάτι ρομαντικούς σαν και σένα… Να έχεις να πορεύεσαι… Να έχεις να ονειρεύεσαι ότι με χρόνια και καιρούς πάλι δικά μας θα είναι... Διότι εδώ και κάτι χρονάκια αναμασάμε την ίδια μαστίχα. Μόλις φεύγει το άρωμα την φτύνουμε και βάζουμε άλλη και η ιστορία επαναλαμβάνεται με καινούριες μαστίχες κάθε φορά…
- Και να ρωτήσω και κάτι;
- Τι;
- Ακόμη δεν έχουν πάθει τερηδόνα τα δόντια μας με τόση ζάχαρη ή είναι με γλυκαντικά και δεν έχουμε ανάγκη;







Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ


- Δεν βγαίνει, ρε! Δεν βγαίνει με τίποτα! Εκτός κι αν έχω πρόβλημα!
- Σαν τι δηλαδή;
- Σαν να λέμε είμαι προβληματικός!
- Προβληματικός; Έλα ρε, μια χαρά σε βρίσκω! Τι πρόβλημα μπορεί να έχεις; Από υγεία τουλάχιστον από ό,τι βλέπω φαίνεσαι περδίκι! Τώρα από οικονομικής απόψεως πόσο προβληματικός μπορεί να είσαι… όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος!
- Κι όμως φίλε μου! Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι στο μυαλό!
- Τι; Τι έπαθες; Από ό,τι ξέρω μια ψιλοκαταθλιψιούλα την πέρασες… την πολεμάς…
- Ρε, μεγάλε, δεν με καταλαβαίνεις… Όταν λέω στο μυαλό εννοώ ότι όταν διαβάζεις κάτι δεν το καταλαβαίνεις, όταν ακούς κάτι, δεν το καταλαβαίνεις… Αυτό!
- Εσύ; Τι δεν κατάλαβες;
- Να σου εξηγήσω… Διάβαζα τις προάλλες τα γκάλοπ… και έλεγαν τόσο ο Αντώνης, τόσο ο Αλέξης… Πιο πολύ είχε ο Αλέξης… Ωραία μέχρι εδώ…
- Ε, και;
- Τι ε, και; Από εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.
- Τι επειδή ο Αλέξης είχε πιο πολύ;
- Όχι, ρε… Έχει και παρακάτω…
- Για πες…
- Καταλληλότερος για πρωθυπουργός, πρώτος ο Αντώνης και δεύτερος ο Αλέξης…
- Για στάσου, στάσου… Μήπως διάβασες διαφορετικά γκάλοπ; Διότι αυτά δεν μοιάζουν και μεταξύ τους… άλλα αποτελέσματα το ένα, άλλα το άλλο… άλλα τη μια μέρα, άλλα την άλλη, άλλα το πρωί, άλλα το βράδυ… επηρεάζονται από τον καιρό ως φαίνεται…
- Καλά, με έχεις για τόσο χαζό; Μιλάμε για το ίδιο γκάλοπ!
- Πώς γίνεται τότε αυτό; Ψηφίζω τον έναν αλλά θεωρώ καταλληλότερο τον άλλον;
- Έλα μου ντε! Εδώ σε θέλω. Εσύ μπορεί να μου το ξεδιαλύνεις αυτό;
- Λίγο δύσκολο το βλέπω… Μάλλον πρόκειται για ανώτερα μαθηματικά… Πάντως δεν βγάζω άκρη… Θα ψηφίσω αυτόν αλλά γουστάρω τον άλλο; Ε, ρε, δεν είσαι προβληματικός, ρε φίλε… Μια χαρά το σκέφτεσαι… Μήπως τελευταία στιγμή αλλάζουν γνώμη και λένε άλλα ‘ντ’ άλλων; Γιατί παίζει κι αυτό… Εδώ είναι Ελλάδα… Ψηφίζουμε κατά πως φυσάει ο άνεμος…
- Λες να είχε πολλά μποφόρ εκείνη την ημέρα; 

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ

- Σου βγάζω το καπέλο!
- Ποιο καπέλο; Βλέπεις να φοράω κανένα καπέλο;
- Το δικό μου, ρε!
- Το δικό σου;
- Ναι, ρε!
- Αφού… αφού ούτε εσύ φοράς καπέλο!
- Τρόπος του λέγειν… Υποκλίνομαι μπροστά σου…
- Μπα! Ξαναγύρισαν οι βασιλικές δυναστείες; Σου είπαν ότι χρίστηκα πρίγκιπας στο πριγκιπάτο του Ελλαδιστάν;
- Χα, χα γελάσαμε πάλι! Να ‘σαι καλά, ρε συ!
- Για λέγε, όμως! Κάπου το πας εσύ!
- Απέδειξες τελικά ότι έχεις το κληρονομικό χάρισμα!
- Κληρονομικό χάρισμα; Σε τι;
- Ό,τι είπες έγινε!
- Επειδή το είπα εγώ έγινε;
- Ναι παιδί μου! Θεάματα παντού! Ένα απέραντο θέαμα η χώρα! Περάστε κόσμε!
- Δηλαδή από ένα απέραντο φρενοκομείο, γίναμε θέαμα; Ρεζίλι των σκυλιών δηλαδή! Και τι είναι αυτό που έγινε; Αν και σε πληροφορώ τίποτα δεν γίνεται επειδή το λέω εγώ ή κάποιος άλλος!
- Μα παιδί μου, το ‘πες κι έγινε… γίνεται… και συνέχεια εξελίσσεται…
- Δηλαδή…;
- Ανοίγουν πόρτες, κλείνουν πόρτες, καλωσορίσματα… καλέσματα από το παράθυρο… έλα εσύ, φύγε εσύ… χαμόγελα όλο υπονοούμενα… καλώς όρισες έρωτα που λέει και το τραγούδι… απιστίες…, διαζύγια…
- Μη μου πεις και τίποτα για διατροφές γιατί θα ξεφωνίσω…
- Ρε, χαμός γίνεται… Θα δούμε κι άλλα… Απεγνωσμένα ραβασάκια… Στέλλα μη φύγεις… κρατάω μαχαίρι…
- Δεν το λες καλά… Στέλλα φύγε κρατάω μαχαίρι, είναι το σωστό…
- Όχι, στην περίπτωση μας είναι διαφορετικά τα πράγματα… Μη σου πω ότι το έργο μας λέγεται, ανάμεσα σε δυο αγάπες… ή είναι σκληρός ο χωρισμός ή κουράστηκα να σ’ αποκτήσω ή το μεροκάματο του πόνου…
- Τι είναι όλα αυτά, ρε;
- Ταινίες από τον παλιό καλό κινηματογράφο που έκαναν θραύση στην εποχή μας…
- Και τι σχέση έχουν με το σήμερα;
- Δεν έχουν; Και πολύ μάλιστα…
- Να σου πω κι εγώ ένα, τότε…
- Ποιο;
- Αμάρτησα για το παιδί μου…
- Αχ! Κάποτε κλαίνε κι οι δυνατοί!
  

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ



- Όλα είναι δυνατά σ’ αυτή τη ζωή! Τίποτα δεν μπορείς να αποκλείσεις!
- Είναι τότε να χτυπιέσαι στο ντουβάρι και να εκλιπαρείς… Ήμαρτον! Ήμαρτον! Δεν θα το ξανακάνω!
- Πώς μπορείς να δικαιολογήσεις τότε τα γραφόμενα σε κάποιες γερμανικές εφημερίδες που …ψιλοχαϊδεύουν τον Τσίπρα;
- Σου λέει, άμα βγει; Άσε να τον έχουμε από κοντά! Για να έχουμε να λέμε, εμείς με σένα είμαστε, θυμάσαι τι γράφαμε…
- Αλήθεια, τι γράφουν;
- Ότι θέλουν την Ελλάδα στο ευρώ και κοιτάνε πως μπορούν να μας βοηθήσουν για το χρέος…
- Με δουλεύεις! Ψέματα λες!
- Να μη σώσω…
- Καλά, και περιμένουν να βγει ο Τσίπρας για να βοηθήσουν κάπως, να ελαφρύνουν λίγο τη ζωή μας, έως πολύ…
- Ρε, η άλλη εφημερίδα έλεγε ότι ο Τσίπρας είναι αυτός που θα φέρει την αλλαγή στην Ευρώπη…
- Και που το ξέρουν αυτοί; Και στην Ιταλία γράφουν τα ίδια για τον Γιωργάκη… Τι μου λες τώρα; Ο καθείς όπως του φυσάει είναι…
- Για τον Αλέξη είναι πιο σίγουρα τα πράματα, παρά για τον Γιωργάκη. Ο Γιωργάκης τώρα φάνηκε στον ορίζοντα… ο Αλέξης βρίσκεται στο παιχνίδι εδώ και καιρό… Κοίτα να σου πω…, αλλά μην το πεις πουθενά, μάλλον είναι μυστικό…
- Έλα, ρε τι έγινε; Έμαθες τίποτα που δεν ξέρω;
- Άκου να δεις… Όλοι δεν χρωστάμε στις τράπεζες;
- Όλοι, λέει; Και άλλοι τόσοι…
- Τι γίνεται όταν πας και πληρώνεις τις δόσεις σου;
- Τι να γίνεται; Τίποτα! Όλα μια χαρά.
- Και όταν καθυστερείς;
- Αρχίζουν τα τηλέφωνα… Καθυστερήσατε, και πείτε μας πότε έχετε προγραμματίσει να πληρώσετε, και ξέρετε τρέχουν οι δόσεις και πληρώνετε τόκο παραπάνω…
- Και όταν καθυστερείς ακόμη πιο πολύ;
- Αρχίζουν και πιέζουν τα πράματα, και έτσι… κι αλλιώς… κι αλλιώτικα…
- Και να καθυστερήσεις ακόμη πιο πολύ;
- Αρχίζουν τις γλύκες… Μα μπορούμε να σας βοηθήσουμε… Να εξομαλύνουμε τις δόσεις… Κοιτάξτε αν δεν μπορείτε… Υπάρχει κι άλλη πρόταση… Αν μας φέρετε τόσα… εξοφλείτε το χρέος σας και πάτε στο καλό και δεν μας χρωστάτε τίποτα. Τέρμα το χρέος σας…
- Και τι θες να πεις; Να κάνουμε κι εδώ το ίδιο;
- Αφού δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε; Μέχρι πότε;
- Ρε,… είναι και το άλλο. Άλλες χώρες που χρωστάνε περισσότερα, δεν τους κουνιούνται καθόλου ακόμη; Κυνηγάν τα λιγότερα και αφήνουν τα περισσότερα;
- Δεν το ξέρεις αυτό; Εδώ τι κάνουν; Αυτούς που χρωστάνε πολλά τους ανακαλύπτουν πολύ αργότερα… Τώρα κυνηγάν έμενα και σένα…
- Είδες;
- Κάνουν εξάσκηση με μας, για να είναι πανέτοιμοι για τους …Ολυμπιακούς! 

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ


- Δεν ξεκινάμε καθόλου καλά! Καθόλου καλά!
- Τι εννοείς;
- Στραβά ξεκινήσαμε! Δεν βλέπω φως!
- Αλλιώς έπρεπε να την πάρουμε;
- Φυσικά! Ακόμη δεν αρχίσαμε και έπεσε το μεγάλο σκότωμα!
- Ε! Σιγά τα αίματα!
- Τι; Αίματα θες να δεις εσύ;
- Δεν είπα κι έτσι…
- Ναι, αλλά όπως το πάνε, θα δούμε το έργο …μία από τα ίδια. Για το πάπλωμα δεν θα μιλήσει κανείς πάλι…
- Τι θες να δεις εσύ;
-Ρε, ο ένας βρίζει τον άλλον, ο ένας θεωρεί τον άλλον ανίκανο, προδότη… δεν μου έρχεται τώρα και τι άλλο λένε, αλλά τέλος πάντων παρόμοιο λεξιλόγιο που εξακοντίζεται από την μια πλευρά στην άλλη. Τι από την μια μεριά… Έχουμε πολλές πλευρές. Ο καθένας ασχολείται με το ποιους θα κατεβάσει…
- Λογικό…
- Και ακόμα δεν άρχισαν τα νταούλια στο γυαλί, να βγουν και να αρχίσουν τα μαχαιρώματα… Να τα βάλουν κάτω βρε αδερφέ, να πουν κάτι, έτσι εγώ, αυτό, κείνο, το άλλο… Να δούμε ποιος τα έχει σε μια σειρά…
- Ναι, γιατί αν στα βάλουν στη σειρά, μόλις θα βγουν, θα στα κάνουν κιόλας…
- Δε λέω, αλλά δεν είναι μια καλή αρχή να την πάρουμε αλλιώς την δουλειά… νοικοκυρίστικα, με πρόγραμμα… με αισιοδοξία…
- Ναι, προς παντός με αυτήν…
- Το τονίζω… να κάνουμε μια αρχή… αλλά μια ουσιαστική αρχή… Όχι φύκια για μεταξωτές κορδέλες… Να δούμε πως θα πορευτούμε, βρε αδερφέ… Μας έμεινε καμιά ευκαιρία ή θα ξεσκονίσουμε τίποτα διαβατήρια… Διότι εδώ που τα λέμε…
- Και που να πας;
- Όπου πήγαιναν κάποτε και οι πατεράδες μας… Στην αλλοδαπήν… Βέλγια… Γερμανίες… Αυστραλίες… Η επανάληψη είναι μήτηρ μαθήσεως…
- Να την βράσω τέτοια επανάληψη… Εγώ θέλω να κάτσω εδώ, να κατσικωθώ εδώ και να είμαι άρχοντας του εαυτού μου…
- Και γω που νόμιζα ότι ήθελες να ήσουν άρχοντας των δαχτυλιδιών…


Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ


- Μη με κοιτάς έτσι, εγώ δεν είπα τίποτα!
- Μα αφού το είπε ξεκάθαρα… Αφουγκράστηκε τον λαό… Εσύ δεν είσαι λαός;
- Εγώ δεν μίλησα καθόλου… Καθόμουνα σε μα γωνία και περίμενα… Άχνα δεν έβγαλα…
- Όσο να ‘ναι κάτι θα είπες κι εσύ…
- Μα, τίποτα σου λέω…
- Τότε, πως γίνεται; Τίποτα ο ένας, τίποτα ο άλλος… Μόνος του; Τι είναι; Ζαν ντ’ Αρκ; Και ακούει φωνές;
- Εγώ δεν ξέρω τίποτα πάντως…
- Καλά… Θα βγάλω άκρη, που θα πάει;
- Πάντως είπε θα κάνει μια καινούρια αρχή…
- Και τι σημαίνει αυτό; Τόσες καινούριες αρχές που πήγαν; Τις αφήσαμε στη μέση; Ξεκινάμε κάτι και το αφήνουμε στην άκρη; Πάμε πάλι από την αρχή; Μηδενίζουμε και ξεκινάμε;
- Όχι, μη το λες αυτό. Όχι από το μηδέν… Από την αρχή…
- Από το μείον μηδέν; Από κει είναι η αρχή;
- Δεν ξέρω μη με μπερδεύεις με τέτοια… Πρέπει να αγωνιστούμε για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια…
- Οχ! Θε μου!
- Να ξεκινήσουμε με ένα καινούριο όραμα!
-Οχ! Θε μου!
- Τι έπαθες; Πονάς πουθενά;
- Οχ! Θε μου!
- Είσαι καλά;
- Οχ! Θε μου! Συνέχισε, συνέχισε, σ’ ακούω!
- Σίγουρα;
- Ναι, παιδί μου! Πες κι άλλα!
- Οι πελατειακές σχέσεις, λέει, φταιν…
- Καλά… τόσα χρόνια που ήταν αυτός; Δεν τα έβλεπε; Αφού μας είχε υποσχεθεί κιόλας ότι λεφτά υπάρχουν…. Ακόμη τα περιμένω… Και μετά ήρθε το τέλος… Να κάνουμε πάλι καινούρια αρχή; Την περιμένουμε εδώ και δεκαετίες… Όλοι υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια και ένα στιφάδο της προκοπής δεν είδαμε όλα αυτά τα χρόνια… Θυμάσαι που όλοι λέγανε για τον προηγούμενο ότι παρελάμβανε καμένη γη ο ένας από τον άλλον; Δεν θυμάσαι; Πόσες πυρκαγιές να αντέξει αυτή η χώρα; Πόσες;
- Θα μας σώσουν λέει…
- Κοίτα να σου πω… Ήμουν νιος και γέρασα… Και τώρα έβαλα μυαλό… Τόσα χρόνια είχαν ευκαιρία να την σώσουν την χώρα… Κάτσε και θα με θυμηθείς…  Θα έχουμε μπόλικο θέαμα αυτό τον μήνα…
- Μόνο θέαμα; Και με τον άρτον τι θα γίνει;
- Τι; Σου τέλειωσε κιόλας το παντεσπάνι; Κοιλιόδουλε!