Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ. | Απόσπασμα από το μυθστόρημα "Χιλιάδες χρώματα στα μάτια της..."



Πλησίαζαν οι μέρες του Πάσχα. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο ο
χρόνος πήγαινε βήμα σημειωτόν. Τι διάολο είχε πάθει; Τώρα
βρήκε να καθυστερήσει; Οι μέρες κυλούσαν αργά. Οι ώρες στο πα-
νεπιστήμιο λες και είχαν κολλήσει. Δεν περνούσαν με τίποτα. Βα-
σανιστικά αργά έφτανε το βράδυ. Έφτασε και η πολυπόθητη μέρα
που έκλεισε η σχολή, τελείωσαν τα μαθήματα. Η θείτσα του τον
περίμενε πώς και πώς. Η Μυρσίνη του ετοίμασε τη βαλίτσα και με
βαριά καρδιά τον αποχαιρέτησε.
―Να έρθω μέχρι το λιμάνι...
―Σιγά, ρε μάνα... Δεν είμαι μικρός. Μεγάλωσα πια. Τι να έρ-
θεις να κάνεις στο λιμάνι; Να μου κουνήσεις το μαντίλι...;
Πραγματικά είχε μεγαλώσει. Μεγάλωνε. Και αυτό από τη μια την
έκανε και χαιρόταν και από την άλλη τη στενοχωρούσε. Μεγά-
λωνε. Σε λίγο θα τον έχανε. Θα πετούσε με τα δικά του φτερά. Θα
έκανε τη δική του οικογένεια. Θα γινόταν γιαγιά.
―Μυρσίνη, κάτσε φρόνιμα, βιάζεσαι, βιάζεσαι πολύ... σκέ-
φτηκε και χαμογέλασε αναγκαστικά.
Ο Φίλιππος στεκόταν πάνω στο κατάστρωμα και αγνάντευε τη
θάλασσα. Ξαναγυρνούσε πίσω μετά από ένα χρόνο σχεδόν. Ξα-
ναγυρνούσε στον Πόρο, στο λιμάνι του, εκεί που γνώρισε τη Να-
ταλία του. Δεν είχε νέα της, δεν ήξερε αν είχε ήδη πάει ή αν ακόμη
δεν είχε έρθει. Μόλις κατέβηκε στο λιμάνι, η πρώτη του δουλειά
ήταν να πάει στο σπίτι του Αποστολίδη. Η θείτσα του ας περίμενε.
Άφησε τη βαλίτσα του στο ζαχαροπλαστείο του Ροΐδη.
―Θα έρθω να την πάρω, δε θα αργήσω...
Έφυγε τρέχοντας να δει αν τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, σημάδι
ότι είχαν ήδη έρθει. Η απογοήτευσή του μεγάλη. Τίποτα δεν
έδειχνε ότι ήταν κάποιος στο σπίτι. Τα παράθυρα κλειστά, καμία
κίνηση. Έφυγε λυπημένος. Αλλά θα έρθουν, πού θα πάει. Θα
του έγραφε αν το ταξίδι αναβλήθηκε.


Γύρισε πίσω, πήρε τη βαλίτσα του και με βαριά καρδιά ανηφό-
ρισε για την ταβέρνα της θειας του. Χάρηκε η κυρα-Γιαννούλα μόλις
τον είδε. Ωραίος ο Πόρος, χαρά Θεού να ζεις εκεί αλλά και το ανίψι,
ανίψι. Αφού δεν της είχε χαρίσει παιδιά ο Μεγαλοδύναμος...!
Δεν τον άφησε σε ησυχία η θεια του. Τον είχε από πίσω και τον
τρέλανε με τις ερωτήσεις της. Τι κάνει ο αδελφός της, η νύφη της,
πώς τα πάει με τη σχολή... Και τελευταία άφησε την πιο πικάντικη
ερώτηση.
―Έχουμε καμιά κοπελίτσα;
Ο Φίλιππος δεν κατάλαβε αμέσως ή έκανε ότι δεν κατάλαβε.
―Καμιά ομορφούλα, ντε, δε σου γυάλισε το μάτι;
―Αμάν, βρε θείτσα... Αμάν... και σηκώθηκε να φύγει αφήνον-
τας εμβρόντητη την αγαπημένη του θείτσα.
―Μα τι του είπα η καψερή;Τι του είπα; Αχ, αυτά τα νιάτα! Από
πουθενά δεν μπορείς να τα πιάσεις. Από πουθενά...
Μονολογούσε και ανακάτευε εκείνη τη στιγμή την κατσαρόλα
της. Ετοιμαζόταν για το Πάσχα. Θα γέμιζε πάλι το νησί. Θα
έπαιρνε φωτιά πάλι ο φούρνος της μετά την τεμπελιά του χει-
μώνα. Θα πλημμύριζε μυρωδιές η γειτονιά.
Ο Φίλιππος βγήκε έξω στην αυλή και κοίταξε τα άδεια τραπέ-
ζια. Το μάτι του στάθηκε στη γωνία που καθόταν συνήθως όλη
η οικογένεια Αποστολίδη όταν ερχόταν στην ταβέρνα. Σε εκείνη
την καρέκλα καθόταν η Ναταλία. Πλησίασε χαμογελώντας, ο
ήλιος έλαμπε και χάριζε ένα απαλό φως στη σκέψη του. Δεν
ήταν ακόμη βαθύ καλοκαίρι. Ο ήλιος ήταν καλοδεχούμενος.
―Φίλιππε, άκουσε μια φωνή να τον φωνάζει.
Δεν ήταν η θεια του. Τότε ποιος; Ποια; Η φωνή ήταν γυναικεία,
γλυκιά, γνώριμη.
―Διάβολε, έχω παραισθήσεις; σκέφτηκε ο Φίλιππος
―Φίλιππε, εδώ... συνέχισε η φωνή.
―Δεν είναι δυνατόν να ακούω τη φωνή της, μονολόγησε.
Ένα πετραδάκι έπεσε κοντά του. Γύρισε και στη γωνία, έξω από την
ταβέρνα, μια οπτασία, η Ναταλία! Κοίταξε πίσω, κανείς, η θεια του
ήταν ακόμη μέσα, ακουγόντουσαν οι γνώριμοι ήχοι της κουζίνας.
―Ναταλία μου!
―Έλα δω... του φώναξε.
―Πότε ήρθες;
―Θα σου πω!
―Θείτσα, πάω μια βόλτα στο λιμάνι. Δε θα αργήσω.
Ακούστηκε μια απάντηση από μέσα, αλλά ο Φίλιππος δεν κατά-
λαβε λέξη. Το μυαλό του ήταν αλλού. Στη Ναταλία.
Κατηφόρισαν τα σκαλάκια και βρέθηκαν κάτω στο λιμάνι. Ήθελε
να τη φιλήσει, να τη σφίξει μέσα στην αγκαλιά του, αλλά δεν τολ-
μούσε. Τράβηξαν προς την Πούντα και κάθισαν σε ένα απόμερο
τραπεζάκι στο ζαχαροπλαστείο του Μεμά, στην πλατεία Κοριζή.
―Πότε ήρθες;
―Πριν από λίγο, χάσαμε το πρωινό καράβι και ήρθαμε με το
επόμενο.
―Παραλίγο θα συνταξιδεύαμε, δηλαδή. Τι κρίμα! Και πώς τους
ξέφυγες;
―Οι ξαδέλφες μου τελευταία στιγμή δεν ήρθαν, αλλά δεν μπο-
ρούσαμε να το αναβάλουμε κι άλλο. Το σπίτι χρειάζεται συγύρι-
σμα... Θέλει δουλειά... Τόσους μήνες κλειστό.
Ο Φίλιππος τόση ώρα κρατούσε το χέρι της κάτω από το τραπε-
ζάκι και το χάιδευε απαλά. Δεν πίστευε ότι η Ναταλία ήταν εκεί
κοντά του, δίπλα του. Δε χόρταινε να την κοιτάει. Δε χόρταινε να
απολαμβάνει να του χαρίζει το χαμόγελό της.
―Η μητέρα μου και η θεία μου πήγαν στο σπίτι να το τακτο-
ποιήσουν. Ήρθε και η Μάρω μαζί μας για να τις βοηθήσει... Αρ-
γότερα θα έρθει και ο Στέφανος από το Παρίσι... Εγώ τους είπα ότι
θα πάω στη Σοφία να της πω ότι ήρθαμε και τους ξέφυγα. Ήρθα
να σε δω. Μου έλειψες... Μου έλειψες πολύ...
―Πότε θα συναντηθούμε; Θέλεις να πάμε μια βόλτα με τη
βάρκα;
―Πώς θα γίνει όμως; Πώς θα τους ξεφύγω;
Έπεσε σιωπή. Κανείς δεν μπορούσε να απαντήσει.
―Το βρήκα! φώναξε δυνατά ο Φίλιππος.
Η Ναταλία τον κοίταξε στα μάτια.
―Θα κατέβεις στην παραλία μπροστά από το σπίτι. Και θα έρθω
να σε πάρω από εκεί. Και μετά θα σε αφήσω πάλι στο ίδιο μέρος.
Ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Δε θα πάρει κανείς χαμπάρι.
―Θα με δούνε από επάνω, όμως. Θα δούνε τη βάρκα.
―Θα έρθω από το πλάι. Δε φαίνεται η βάρκα από εκεί. Τα δέν-
τρα κατεβαίνουν μέχρι τη θάλασσα. Δε θα μας δει κανείς. Έτσι και
αλλιώς θα είναι απασχολημένες με το σπίτι.
Χώρισαν με βαριά καρδιά. Η Ναταλία δεν μπόρεσε να μην αφή-
σει ένα δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια της.
―Σ’ αγαπώ, του ψιθύρισε.
―Και εγώ, της απάντησε.
Πρώτη έφυγε η Ναταλία. Την κοιτούσε μέχρι να χαθεί στη στροφή
του δρόμου. Ο Φίλιππος ξεκίνησε να πάρει το στενό δρομάκι που
ανέβαινε επάνω. Μετάνιωσε. Την πήρε από πίσω. Έφτασε στη με-
γάλη στροφή και δεν την άφηνε από τα μάτια του μέχρι να χαθεί και
πάλι. Έφτασε τρέχοντας και χοροπηδώντας. Μόλις τον είδε η θεια
του άρχισε να σταυροκοπιέται.
―Χάζεψες; Ποιος σε μάτιασε, καμάρι μου; Ποια σε μάτιασε, δε
λέω καλύτερα;
Ο Φίλιππος δεν άφησε σε ησυχία τη θεία του. Την πήρε από τα
χέρια και την έφερε γύρες μέσα στην κουζίνα έτοιμος να χορέψουνε.
Τη φίλησε στο μάγουλο και αφέθηκε να στροβιλίζονται ρυθμικά.
―Σταμάτα, βρε χαζούλη, σταμάτα πια... ζαλίζομαι... θα πέσω...
ακουγόταν η θεια του ανάμεσα στα χαχανητά και τις άναρθρες
φωνές του Φίλιππου.
Ο Φίλιππος δεν της έδινε σημασία. Σταμάτησε τον τρελό χορό όχι
γιατί φοβόταν μην πέσει η θεία του, αλλά επειδή ο ίδιος ήθελε να
ανέβει στο δωμάτιό του, ήθελε να μείνει μόνος του.
―Μπα σε καλό σου, τι έπαθες, παλικάρι μου; έλεγε και ξανά-
λεγε η κυρα- Γιαννούλα μόλις σταμάτησε το γαϊτανάκι. Μου το μα-
τιάσανε το καμάρι μου...
Και βιάστηκε να βάλει νερό και λάδι σε ένα πιάτο για να τον ξε-
ματιάσει.
Ο Φίλιππος ήταν αλλού, σε άλλους κόσμους, είχε πάρει από το
χέρι τη Ναταλία και ταξίδευε, ταξίδευε μέχρι να τελειώσει ο κόσμος.


Η Ναταλία έφτασε σχεδόν ιδρωμένη στο σπίτι, ο δρόμος ήταν
μακρύς και τον έβγαλε με τα πόδια.
―Σου είπα να μην πας, θα ταλαιπωρηθείς, αλλά δε μ’ άκου-
σες, της είπε η μητέρα της μόλις την είδε.
Η Ναταλία δεν την άκουσε. Την άφησε να μιλάει πίσω από την
πλάτη της και πήγε στο δωμάτιό της. Έπεσε στο κρεβάτι με τα ρούχα
και άφησε τη σκέψη της να ταξιδέψει. Ήταν τρελά ερωτευμένη με
τον Φίλιππο, δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτόν. Ήθελε να τον
βλέπει κάθε μέρα, να είναι κάθε στιγμή, κάθε ώρα μαζί του. Σή-
μερα το απόγευμα θα πήγαιναν βόλτα μαζί. Δε θα τους έβλεπε κα-
νείς. Μόνο η θάλασσα και ο ουρανός. Ηρέμησε για λίγο και βγήκε
στη βεράντα όπου όλοι ήταν μαζεμένοι.
―Το απόγευμα θα κατέβω στη θάλασσα.
―Μα είναι νωρίς, παιδάκι μου, ακόμη, δε ζέστανε το νερό.
Έχουμε καιρό. Να ’μαστε καλά, εδώ θα είμαστε πάλι το καλο-
καίρι. Αφού δε θες να πάμε στην Πρίγκηπο... Σαν τρελή έκανες
άλλοτε... Τα ξεχνάς;
―Αχ! Μαμά, με κουράζεις. Δε θα πάω για μπάνιο. Θα πάρω ένα
βιβλίο και θα καθίσω να διαβάσω. Εσείς εδώ θα έχετε δουλειά.
―Αντί να καθίσεις να βοηθήσεις...
―Άσε το κορίτσι να κάνει ό,τι θέλει, μπήκε στην κουβέντα η
κυρία Μιράντα, δε χρειάζεται...
Η Ναταλία έτσι κι αλλιώς δεν άκουγε κανέναν. Ήρθε να ανα-
κοινώσει τι θα έκανε το απόγευμα. Απλά ξαναγύρισε στο δωμάτιο
και κλειδώθηκε εκεί μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε στην παραλία.
Ερημιά. Ψυχή πουθενά. Αν δεν περίμενε τον Φίλιππο, θα φο-
βόταν μόνη της. Μόνο ο ήχος της θάλασσας, των δέντρων και των
πουλιών ακουγόταν. Το ένιωθες ότι δεν υπήρχε ανθρώπινη πα-
ρουσία. Μια μυστική απαλή συναυλία μαρτυρούσε ότι κάπως
έτσι πρέπει να ήταν και ο Παράδεισος. Έκανε θόρυβο περπα-
τώντας πάνω στα βότσαλα και για λίγο σταμάτησε η φύση να
ανασαίνει. Σταμάτησε και αυτή. Και ένας σπίνος έδωσε το πρό-
σταγμα για μια καινούρια αρχή.
Κάθισε κάτω από ένα δέντρο για να μη φαίνονται οι κινήσεις
της από πάνω. Σε λίγο έφτασε η βάρκα του Φίλιππου. Είχε δίκιο.
Δε φαινόταν. Περπάτησε σύριζα στην ακροθαλασσιά κάτω από
τα πεύκα που την κάλυπταν προστατευτικά και ανέβηκε στη
βάρκα. Μόλις ανέβηκε επάνω, ο Φίλιππος την τράβηξε κοντά
του, την έσφιξε πάνω του και ένωσε τα χείλη του με τα δικά της.
Παραδόθηκαν σε μια παραζάλη με τη γεύση του φιλιού να τους
έχει μεθύσει. Τα δάχτυλά του χωμένα στα μαλλιά της δεν την
άφηναν να πάρει ανάσα. Αλλά ούτε και ο ίδιος δεν ανάσαινε.
Δεν ήθελαν και οι δυο. Χόρταιναν με τα φιλιά που της σκορ-
πούσε πάνω σε όλο το πρόσωπό της, στο λαιμό της.
―Σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ... ψιθύριζε η Ναταλία και η θάλασσα
ακουγόταν πιο δυνατά, τα τζιτζίκια βάλθηκαν να ξελαρυγγιαστούν,
το αεράκι δυνάμωσε και οι πευκοβελόνες ένιωθαν πολύτιμα
σκουλαρίκια κάτω από τις ακτίνες του ήλιου που σαν τρελές παι-
χνίδιζαν μαζί τους. Είχαν ανακαλύψει τον παράδεισό τους. Άνοιξαν
διάπλατα οι πύλες του και αφέθηκαν να τρέχουν στα μονοπάτια
του, να κυλιούνται στα χορτάρια του, να δροσίζονται από τις πηγές
του, να βάζουν λουλούδια στα μαλλιά τους. Ένας παράδεισος απο-
κλειστικά δικός τους.
―Πάμε μια βόλτα... Θέλεις;
―Ναι, ναι, πάμε, απάντησε η Ναταλία μεθυσμένη από την προ-
σμονή του ταξιδιού στη θάλασσα. Ο Φίλιππος κάθισε στη μέση και
έπιασε αμέσως τα κουπιά. Η Ναταλία είχε καθίσει στην πλώρη και
τον κοίταζε, καθώς ετοιμαζόταν να κάνει μανούβρα. Ήταν ο ένας
αντίκρυ στον άλλον.
―Μη βγεις πολύ έξω. Μη μας δούνε.
―Μη φοβάσαι. Δε θα μας δει κανείς.
Η Ναταλία κοίταξε προς τα επάνω, αλλά δεν μπορούσε να δει τί-
ποτα. Τα πεύκα κάλυπταν παντελώς την απόδρασή τους.
Άρχισαν να απομακρύνονται από την παραλία. Η βάρκα κυλούσε
αργά και σταθερά πάνω στα ήσυχα νερά. Είχε μπουνάτσα. Το νερό
ήταν σχεδόν ακίνητο. Άφησαν πίσω τους την Πέρλια και προσπέ-
ρασαν το Νεώριο. Η Ναταλία τον κοιτούσε συνεχώς. Παρατηρούσε
τις κινήσεις του, το χαμόγελό του, πώς ανοιγόκλεινε τα μάτια του,
τα μαλλιά του που τα σήκωνε ελαφρά το αεράκι του ταξιδιού, τα
δυνατά του χέρια που έκαναν κουμάντο τα κουπιά...
―Θα πάμε πέρα εκεί στο νησάκι, στο Δασκαλιό.
Ένα μικρό νησάκι βρισκόταν μπροστά στον κόλπο που σχημά-
τιζε σε εκείνο το μέρος το νησί. Ένα κομμάτι γης ριγμένο μέσα στη
μέση της θάλασσας. Ίσα που χώραγε μερικά δέντρα και μια μικρή
εκκλησία, την Παναγίτσα. Πλησίασε τη βάρκα κοντά σε μια ξύλινη
εξέδρα και κατέβηκαν εκεί. Της έπιασε το χέρι και τη βοήθησε να
βγει από τη βάρκα. Άπλωσε μετά το χέρι του πάνω στους ώμους
της και έτσι αγκαλιασμένοι προχώρησαν μέχρι τη σκιά ενός δέ-
ντρου και κάθισαν από κάτω.
Έμειναν αγκαλιασμένοι και η ευτυχία γέμισε τις καρδιές τους.
Πετούσαν. Τριγύρω τα σμαραγδένια νερά φύλαγαν τον έρωτά τους
μακριά από μάτια και λόγια. Λίγο πιο πέρα λόφοι και βουνά περι-
κύκλωναν τη θάλασσα και το μικρό Δασκαλιό γινόταν το κέντρο
της Γης. Ένας μικρός παράδεισος με τους πιο ευτυχισμένους αν-
θρώπους της Γης.
Έμειναν αρκετή ώρα πάνω στο μικρό νησάκι. Τίποτα δεν τους ενο-
χλούσε. Τίποτα που να ταράξει την ηρεμία του έρωτά τους. Μόνο ο
ελαφρύς κυματισμός που σηκώθηκε λες και έσπρωχνε το νησί να
ταξιδέψει. Να γλιστρήσει πάνω στα νερά και να δραπετεύσει σε μα-
κρινές θάλασσες. Να ακολουθήσει ένα ταξίδι στο όνειρο...
―Φίλιππε... Θα αργήσουμε... Θα με ψάχνουν... Πρέπει να φύ-
γουμε...
Άγρια επιστροφή στην πραγματικότητα. Τα όνειρα δεν κρατούν
πολύ. Σαν κομήτες διαγράφουν την τροχιά τους, πασπαλίζουν τις
ψυχές των ανθρώπων με υποσχέσεις και αναμονές και χάνονται
στο χρόνο, ελπίζοντας ότι θα επιστρέψουν ξανά και ξανά...
―Αλίμονό μου, αν ανακαλύψουν ότι δεν είμαι εκεί... Χώρια που
θα νομίσουν ότι έπαθα κάτι...
Σηκώθηκε πρώτη και τον κρατούσε από το χέρι.
―Πάμε σε παρακαλώ, επέμεινε.
Σηκώθηκε ο Φίλιππος με βαριά καρδιά. Πόσο γρήγορα πέ-
ρασε η ώρα. Ήταν και οι δυο όρθιοι, στη μέση του Δασκαλιού,
στη μέση ενός κόσμου που δεν είχε τίποτα να τους κατηγορήσει,
τίποτα να φυλακίσει τις ενοχές τους.
Ανέβηκαν στη βάρκα και ακολουθώντας την ίδια διαδρομή επέ-
στρεψαν στο ίδιο σημείο από όπου ξεκίνησαν. Απόλυτη ηρεμία επι-
κρατούσε στην περιοχή. Κατέβηκαν από τη βάρκα και κάτω από
τα λυγισμένα πεύκα έγιναν ένα σώμα, μια ανάσα, με τα χέρια τους
να προσπαθούν να ανακαλύψουν ο ένας το σώμα του άλλου. Δεν
άντεχαν τον αποχωρισμό.
―Φεύγω, είπε πρώτη η Ναταλία και απομακρύνθηκε από κοντά
του.
Ο Φίλιππος της κρατούσε ακόμα το χέρι. Δεν την άφηνε να φύγει,
δεν ήθελε να φύγει. Κοίταξε προς τα επάνω. Τίποτα δεν πρόδιδε
ότι υπήρχε κάποια αναστάτωση.
―Σ’ αγαπώ... είπε η Ναταλία και απομακρύνθηκε. Σε παρα-
καλώ, ανέβα στη βάρκα και φύγε. Θα σε δουν... σε ικετεύω...
Η Ναταλία ανέβαινε σιγά σιγά τα σκαλοπάτια που έφταναν ίσαμε
επάνω στο σπίτι. Κάθε τόσο γυρνούσε πίσω και κοιτούσε τον Φί-
λιππο. Κάποια στιγμή τον έχασε. Μόνο τα πεύκα και η θάλασσα...
δε φαινόταν τίποτα... Το όνειρο τελείωσε...
Έφτασε στο σπίτι βρίσκοντας τις τρεις γυναίκες να δουλεύουν
ασταμάτητα. Αν και τους βάραιναν τα χρόνια, είχαν καταφέρει να
ξυπνήσουν το σπίτι και πάλι.
―Εδώ είσαι, εσύ...; Ακόμα λίγο και θα κατέβαινα κάτω να σε
φωνάξω... Τι δουλειά έχεις στις ερημιές κορίτσι πράμα;


Οι μέρες των διακοπών του Πάσχα δεν ήταν πολλές. Καμιά
σχέση με τις ημέρες ενός καλοκαιριού. Την επόμενη μέρα κατέ-
φτασαν και οι ξαδέλφες της Ναταλίας και το σπίτι γέμισε με πε-
ρισσότερες φωνές. Άρχισε να βρίσκει το ρυθμό του. Μια γενική
δοκιμή πριν από το ξύπνημα του καλοκαιριού που όσο να πεις
πλησιάζει. Την επομένη από την άφιξη των κοριτσιών κατέφτασε
και ο Στέφανος με την Αρλέτ από το Παρίσι. Η κυρία Μιράντα είχε
πολλά να ρωτήσει. Δεν τον έβλεπε συχνά το γιο της. Της έλειπε.
Τη στενοχωρούσε και αυτή η κατάσταση με την Αρλέτ. Κάτι έπρεπε
να κάνει. Να αποφασίσει να την παντρευτεί. Δεν μπορεί να την τρα-
βολογάει τόσο καιρό μαζί του!


Η Ναταλία ήταν αδύνατον να ξεφύγει πάλι. Με τόσο κόσμο γύρω
της δεν μπορούσε να βρει καμία δικαιολογία να μείνει μόνη της
και να τρέξει να δει τον Φίλιππο. Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα πή-
γαινε στην εκκλησία. Εκεί συναντιόντουσαν, αντάλλασσαν κρυ-
φές ματιές και κλεφτά χαμόγελα. Και μετά, τη Μ. Παρασκευή, στην
πλατεία Ηρώων στη συνάντηση των Επιταφίων.
Το βράδυ του Μ. Σαββάτου ο Φίλιππος θα πήγαινε στην Ανά-
σταση μαζί με τη θεία του και τον Στρατή. Την επόμενη ημέρα, την
Κυριακή του Πάσχα, θα έρχονταν και οι γονείς του από την Αθήνα.
Ο κλοιός όσο πήγαινε και στένευε.
Συνωστισμός στην Ανάσταση. Ντόπιοι και επισκέπτες γέμισαν την
αυλή μπροστά στην εκκλησία που ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Ο Φίλιπ-
πος κοιτούσε διερευνητικά τριγύρω του, μην τυχόν και ξανασυνα-
ντήσει τη Ναταλία. Και ξαφνικά την είδε. Το ίδιο έκανε και η ίδια.
Έψαχνε με το βλέμμα της τον Φίλιππο μέσα σε τόση κοσμοσυρροή.
Ο χώρος, εξάλλου, ήταν μικρός. Ο ένας δίπλα στον άλλον.
―Πάμε προς τα εκεί, πρότεινε ο Φίλιππος και έδειξε αόριστα
προς το μέρος της.
Οι υπόλοιποι δεν πήραν είδηση τους σκοπούς του. Με αρκετό
κόπο άνοιξαν δρόμο.
―Πού με τραβολογάς, βρε παιδάκι μου;
―Από εκεί θα βλέπουμε καλύτερα, πρότεινε ο Φίλιππος.
Μόλις πλησίασαν ο Στρατής χαμογέλασε. Πήρε το μάτι του την οι-
κογένεια Αποστολίδη και κοίταξε τον Φίλιππο.
―Γι’ αυτό τόσος καημός, σκέφτηκε. Α, τον μπαγάσα!
Πλησίασαν χωρίς να τους αντιληφθούν. Κάποια στιγμή η κυρία
Μιράντα είδε την κυρα-Γιαννούλα και τη χαιρέτησε. Το ίδιο έκα-
ναν και οι άλλοι. Η Ναταλία κατακοκκίνισε και γύρισε το πρό-
σωπό της αλλού για να μη γίνει αντιληπτή. Ο Φίλιππος αργά
αλλά σταθερά πλησίαζε προς το μέρος της Ναταλίας δήθεν ότι
σπρώχνεται από τον κόσμο πίσω του. Κάποια στιγμή ήταν ακρι-
βώς από πίσω της και μετακινήθηκε ένα βήμα προς το πλάι.
Ήταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο.
Μόλις ακούστηκε το «Χριστός Ανέστη» και άρχισε το πανδαιμό-
νιο με τα βεγγαλικά, τα φιλιά της αγάπης έδωσαν και πήραν. Φιλή-
θηκαν και ο Φίλιππος με τη Ναταλία, χωρίς ενδοιασμούς και
αναστολές, επίσημα μπροστά σε αμέτρητο κόσμο. Έτσι κι αλλιώς
δεν υπήρχε περίπτωση να τους παρεξηγήσει κανείς. Τόσος και
τόσος κόσμος έδινε το φιλί της αγάπης. Και ο Φίλιππος και η Νατα-
λία έδωσαν το δικό τους φιλί, όχι ακριβώς το φιλί της αγάπης, αλλά
το φιλί της αγάπης τους, ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Αποχαιρετίστηκαν με ευχές για καλό Πάσχα και τράβηξε η κάθε
παρέα το δρόμο της. Τους περίμενε στο σπίτι το αναστάσιμο δεί-
πνο. Την επόμενη μέρα, Κυριακή του Πάσχα, ο Στρατής έφτασε
πρωί πρωί στην ταβέρνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου