Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ



Πήραμε παράταση!
Συζητείται και οσονούπω θα εφαρμοστεί. Όχι ότι θα σωθούμε, αλλά για να πονάει γλυκά το μαχαίρι, να στάζει μέλι η μαχαιριά, και να πεθάνουμε στην αμμουδιά …πέρσι το καλοκαίρι. Κατά τ’ άλλα, όπως τα ξέρετε, δεν άλλαξε τίποτα, δεν θα αλλάξει τίποτα. Σχετικά με τις ερμαφρόδιτες ελπίδες μας που πεθαίνουν κάθε ξημέρωμα! Αυτές δεν θα αλλάξουν. Μόνο!
Στο στάδιο της επεξεργασίας είναι το σχέδιο παράτασης για όλα τα κράτη μέλη που έχουν υψηλό έλλειμμα και φυσικά μέσα σε αυτές είμαστε και εμείς. Παράταση ενός έτους στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Διότι, μάλλον σου λέει, πώς να τα καταφέρουν τα παιδιά; Μην τους πιέσουμε και πάθουν τίποτα.
Πάντως αποκλείεται να σκέφτηκαν αποκλειστικά και μόνον εμάς. Διότι εμείς καλούμαστε, ανεξάρτητα από την παράταση, να βουτηχτούμε στην περικοπή μερικών δισ. ευρώ διότι πρέπει να συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε το πρόγραμμα. Αφού κάνουμε διατροφή! Να την σταματήσουμε ξαφνικά; Θα ανατραπεί ο μεταβολισμός μας!
Και επειδή γίνεται ένα ψιλομπάχαλο και στας Ευρώπας, εμείς συνεχίζουμε να είμαστε υπό καθεστώς ομηρείας στα πειραματικά εργαστήρια. Διότι και εκεί οι κόντρες τους δεν έχουν τελειωμό. Για άμεση ωφέλεια των πληβείων; Μάλλον και σίγουρα όχι! Διότι ο καθείς παλεύει στην αρένα για την άνθηση του γοήτρου του.
Σθεναρή στις απόψεις της η Αγγέλα που αφήνει όμως ένα τόσο δα παραθυράκι. Διότι μπορεί να χρειαστεί και ας είναι και φεγγίτης. Από τη μια σου λέει και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησης της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας που εφαρμόζει η Γερμανία στην Ευρωζώνη. Και πήγε πιο κοντά στο παραθυράκι…
Αλλά, - αυτά τα αλλά είναι σαν τα αποτελέσματα των επιστημονικών ερευνών! – από μόνη της αυτή η πολιτική δεν φτάνει. Χρειάζεται παράλληλα και μια άλλη πολιτική που να τονώσει την απασχόληση και την ανάπτυξη!
Αυτά περιμένουμε Αγγέλα μ’ , αλλά δεν έρχονται. Τι λιμάνια αποκλείσαμε, σε τι αεροδρόμια τρέξαμε, σε τι σταθμούς ξενυχτήσαμε! Τίποτα, τίποτα, τίποτα!
Αλλού ξημεροβραδιάζεται η αλητήρια!

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ



Πολύ στριμωξίδι βρε παιδί μου!
Πατείς με πατώ σε, στον Άρειο Πάγο! Τριάντα έξι αιτήσεις συμμετοχής κομμάτων για τις εκλογές της 6ης Μαΐου! Καλά, μοιράζουν κάτι και έπεσαν τόσο πολλά; Μη μου πεις ότι όλοι θα πάρουν επιχορηγήσεις; Διότι αν είναι έτσι, έπρεπε να πάμε κι εμείς. Θα ρίχναμε μια αίτηση, χαράς στο πράμα, και θα περιμέναμε την απάντηση. Σιγά το δύσκολο.
Εδώ ανακαλύψαμε πόσο εύκολο είναι να είσαι ανώτατος αξιωματούχος, στην αίτηση θα σκαλώσουμε; Κέρδη πολλά και εισόδημα μεγάλο. Αρκεί να έχεις εξωχώρια! Εταιρία ντε! Δεν είπαμε εξωλέμβια! Αυτό είναι για το καλοκαίρι. Άσχετο.  Αλλά, παρεμπιπτόντως εάν έχεις εξωχώρια, εύκολο είναι να έχεις και εξωλέμβια!
Εντάξει, είπαμε ότι θέλουμε να σωθούμε, να μπουν πολλά κόμματα στη Βουλή αλλά αυτό τι πράγμα πια; Ποιος να πρωτομπεί και πού να πρωτοκάτσει; Δεξιά, αριστερά, στο κέντρο; Τέτοιος συνωστισμός σωτήρων!
Πάντως το κόμμα που έχει τα πρωτεία στην παροχή υποσχέσεων και ελπίδων είναι το «Ανεξάρτητη Ανανεωτική Αριστερά, Ανανεωτική Δεξιά, Ανανεωτικό ΠΑΣΟΚ, Ανανεωτική Νέα Δημοκρατία, Όχι στον Πόλεμο, Κόμμα Επιχείρηση Χαρίζω Οικόπεδα, Χαρίζω Χρέη, Σώζω Ζωές, Παναγροτικό Εργατικό Κίνημα Ελλάδος (ΠΑ.Ε.Κ.Ε.)»
Και δεν πιστεύω να έχετε παράπονο. Μεγάλη η γκάμα του. Τους πιάνει όλους!
Διότι εντάξει, λες ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ! Αλλά πού να καταλάβει ο άλλος τι προσφέρεται να κάνει; Εδώ σου λέει, σώζω ζωές, δίνω οικόπεδα, χαρίζω χρέη. Είναι ξεκάθαρος ο άνθρωπος. Ψήφισε με και θα δεις!
Και εδώ είναι το μεγάλο δίλλημα! Δεν θα τον ψηφίσεις; Αφού θα μου πληρώσει όλα μου τα χρέη! Δεν θα μου δώσει και ένα οικόπεδο - κατά προτίμηση παραθαλάσσιο- για να κάνω τις διακοπές μου; Που θα βρούμε άλλη τέτοια ευκαιρία;
Και από την άλλη, θα είμαι εντάξει και με την ιδεολογία μου. Δεν θα μπορεί κανείς να με κατηγορήσει ότι …εξόκειλα! Διότι από όλα έχει… Χώρια που υπάρχει και έτοιμη συνεργασία. Αφού στο λέει. Μπαμ και κάτω. Όχι εντολές μετά, και θα δούμε, και δεν συμφώνησαν και πάμε παρακάτω… Εδώ υπάρχει έτοιμη η λύση.  Δέκα σε ένα! Ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε τρία. Δέκα ολόκληρα συστατικά…
Τώρα που το σκέφτομαι… Πού θα βρει τόσα οικόπεδα;
Έχει γούστο να μας δουλεύει;

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ | Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας | Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ




Ο κόσμος ο μικρός ο μέγας της Ελένης Γκίκα.
Σκαλίζοντας στιγμές σε ένα χρόνο που τρέχει αδιαμαρτύρητα, σκορπίζοντας ένοχα μυστικά, κρυφές ελπίδες και άδοξες υποσχέσεις, μια ζωής που έχει αρχή και τέλος, η Ελένη Γκίκα ζωγραφίζει τη γυναίκα στην ανεξιχνίαστη ατέρμονη πορεία της.
Την ξεδιπλώνει, δείχνει καταιγιστικά τις ανήμπορες στην επιφάνεια απορίες της και με σημειωτόν δρασκελιές ανιχνεύει το κουρασμένο της κορμί, τις έξοχες στιγμές ανύποπτων λεπτομερειών, ανοίγει τις πληγές της και τις αφουγκράζεται.
Καταβυθίζεται στις πιο ανύποπτα ασήμαντες, αλλά συγχρόνως σημαντικές εικόνες κάτω από ένα άπλετο φως του ήλιου. Τα δείχνει όλα. Μας τα δείχνει όλα. Ξεκλειδώνει το σκοτάδι και ρίχνει μέσα φωτεινές γραμμές, σηματοδοτεί γωνίες και περάσματα για να τα προσέξουμε. Αυτά που κοιτάμε  κάθε μέρα αλλά δεν τα βλέπουμε. Μας αναγκάζει να τα δούμε, να τα νιώσουμε, δεν μας επιτρέπει να τα προσπεράσουμε.
Είναι εκπληκτικά πανέμορφο το πόσο διεισδυτικά η Ελένη Γκίκα παρατηρεί με τη ματιά της δευτερόλεπτα στιγμών και τα δείχνει έντονα στο άγουρο βλέμμα μας. Αναπηδά από τη μια εικόνα στην άλλη, την αφήνει ακατέργαστη, την αφήνει ζωντανή και μας γεμίζει απορίες και εύστοχες ενοχές.
Ένα γυμνό κορμί το μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα, παραδομένο στην ποίηση της ζωής, στη μαγεία της ψυχής. Με μια υποβόσκουσα ποιητική γραφή να αντιστέκεται στην καθημερινότητα που πυροβολεί, πληγώνει, χάνεται σε στιγμές και παραδίνεται στον τρόμο της.
Η πορεία των λέξεων μεθυστική. Ακολουθεί όνειρα και παγίδες και ατενίζει ως πέρα μακριά το πείραμα της ζωής που ξεκινά και χάνεται και πάλι από την αρχή με τα ίδια όνειρα, τις απαράμιλλα ίδιες εκτροπές, μια γιορτή που υπόσχεται πολλά και γνέθει λιγότερα. Είναι η ίδια η ζωή που κρύβει καλά μέσα της το αναπάντεχο που άλλοτε το χάνει και δεν το βρίσκει και άλλοτε το προσφέρει πλουσιοπάροχα δια παν ενδεχόμενο.
Ακολουθεί απλές κινήσεις, αδιάφορες και άνευ σημασίας, αλλά είναι αυτές που παράγουν συναισθήματα, απλές σκέψεις και βουτιές σε κλυδωνίζοντες  στοχασμούς. Είναι ο πόθος για γερές και ανεξάντλητες ανάσες.
Η συγγραφέας κρατώντας γερά τη γραφίδα της βγαίνει στο δρόμο, τρέχει στις λεωφόρους κλειδώνεται σε τέσσερις τοίχους και αναπολεί το παρελθόν για να γνωρίσει το μέλλον. Ένα άτακτο ταξίδι στις εικόνες και στις γεύσεις, ένα πιστό αντίγραφο της ζωής μας. Ακουμπά με τα δάχτυλά της τα συναισθήματα των ηρωίδων της για να τα νιώσει καλύτερα, ακολουθεί τη σκέψη τους, για να νιώσει και αυτή καλύτερα. Και ανατρέχει στην τέχνη, ίσως εκεί βρει το μυστικό που την ταλανίζει. Ψάχνει να βρει ομοιότητες και παράλληλους βίους. Είναι η στιγμή που η πραγματικότητα αποσύρει το ψεύτικό της προσωπείο.
Η Ελένη Γκίκα δεν έγραψε μόνο ένα μυθιστόρημα. Ξεκίνησε ένα μακρινό ταξίδι και περιπλανήθηκε σε φώτα και σκοτάδια, έκλαψε και γέλασε, μετάνιωσε και ξεπρόβαλε μέσα από τα σκοτάδια μας για να απλώσει τα χέρια της και να μας δώσει αυτό που αναπνέουμε καθημερινά αλλά δεν αντιλαμβανόμαστε. Η απολαυστική της γραφή θα σας προκαλέσει να την ξαναδιαβάσετε. Για να ανακαλύπτετε κάθε φορά καινούρια μονοπάτια, μέσα από ένα όλο και περισσότερο ολοκάθαρο βλέμμα. Για να ανακαλύψει η γυναίκα τη γυναίκα. Για να ψηλαφίσει ο άντρας τη γυναίκα!

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Από παιδί περπατά χωρίς να κοιτά.
«Άνοιξε επιτέλους τα μάτια, παιδί μου!» την ακούει – η πανταχού παρούσα μαμά!
Βηματίζει αργά, μηχανικά… Κοιτάζοντας αφηρημένα, με εκείνη τη διαρκή έσωθεν όραση, στραμμένη λες στα σπλάχνα…
Βαδίζει αργά, σταθερά, πριγκιπικά – όπως εκείνη της έχει μάθει να περπατά. Έστω και κάπως πυρετικά.
Σαν υπνοβάτης, δηλαδή, χωρίς να κοιτά…

Εκείνη και η Άλλη. Ο εαυτός και το ψεύδος…
Τέσσερα τετράγωνα τις χωρίζουν. Τόσο κοντά, και ταυτόχρονα τόσο πολύ μακριά…
Την ίδια θάλασσα βλέπουν. Το ίδιο βουνό, από την πίσω πλευρά.
Δεν συναντήθηκαν ποτέ. Μονάχα στον καθρέφτη.
Κι ανάμεσά τους εγώ, που τις βλέπω, που με επινόησαν εκείνες – ή που υπήρξα εγώ εκείνη που τις επινοώ.

Η Αρσινόη –πρόσωπο ή προσωπείο, Ράνια ή Αριάδνη, και Γερτρούδη, και Ουλρίκα– ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και στην αληθινή ζωή: υποφέρει και πονάει, φοβάται και φεύγει, γράφει για να ξεχάσει, μαγειρεύει για να υπάρξει, νοσταλγεί και θρηνεί, ελευθερώνεται και ζει!

Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας, αυτή!







Από τη στήλη ΒΙΒΛΙΟ των εφημερίδων 
ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΘΑΡΡΟΣ |ΚΟΖΑΝΗ
ΕΠΙΚΑΙΡΑ | ΒΕΡΟΙΑ
            

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ



Λύκε, λύκε είσαι ‘δω;
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Πουθενά λύκος. Ούτε ίχνος. Προφανώς βγήκε στην αγορά να αγοράσει καινούρια υποδήματα. Τα προηγούμενα που είχε, όχι μόνο πάλιωσαν, αλλά φθαρμένα και ολότρυπα δεν βοηθούν για ένα άνετο τρεχαλητό. Οπότε μη χολοσκάτε. Μέχρι να επιστρέψει, δεν υπάρχει κίνδυνος.
Με τον αγώνα ταχύτητας που εξαπολύθηκε ξεπρόβαλαν και οι τεχνικές ελλείψεις. Διότι πώς μπορείς να τρέξεις άνετα όταν τα υποδήματα σου, πλέον, πνέουν και αυτά τα λοίσθια; Ευρισκόμενοι σε μια διατάραξη προσωπικότητας λόγω συνεχούς συγχύσεως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε εάν εμείς είμαστε ο λύκος ή οι άλλοι. Διότι έτσι όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, είμαστε εμείς και οι άλλοι. Οι καλοί και οι κακοί. Έτσι δε γίνεται σε όλα τα παιχνίδια;
Λογικό είναι, λοιπόν, λόγω του πληθωρικού παραλογισμού, να προκαλείται μια σύγχυση αν ταυτιζόμαστε με τον κακό λύκο ή με τα κατσικάκια εν καμίνω! Δεν γνωρίζουμε ακόμη εάν εμείς είμαστε στη γύρα για αγορά νέων υποδημάτων - με αερόσολα για μεγαλύτερη άνεση - ή εάν επιμελώς στεκόμαστε στην αίθουσα αναμονής για τα περαιτέρω.
Αλλά έτσι κι αλλιώς, τον αγώνα δρόμου δεν τον γλυτώνουμε. Αυτό που δεν μπορούμε να διευκρινίσουμε είναι εάν θα προπορευόμαστε ή θα ακολουθούμε. Με την μικρά λογική που μας απόμεινε, μπορούμε ευκόλως να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι, εάν ακολουθούμε, σημαίνει ότι θα έχουμε πάρει στο κατόπι τα εφτά κατσικάκια και εμείς θα είμαστε ο κακός λύκος. Αλλά αυτό προς το παρόν δεν έχει διευκρινιστεί ακόμη. Οπότε η σύγχυση είναι ακόμη μεγαλύτερη με αυτήν την απύθμενη λογική.
Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι το να επικρατεί μια υπέρ το δέον νευρικότητα η οποία δεν είναι και τόσο εμφανής. Προς το παρόν υποκρύπτεται πίσω από σαρδόνια χαμόγελα και ανυπόπτου ηθικής βλέμματα.
Μέχρι, λοιπόν, να εμπλακούμε στη διευκρίνιση ενός φωτεινού στοχασμού ας αναλογιστούμε πώς θέλουμε να διαχειριστούμε τη σύγχυσή μας.

Κι αν δεν μπορούμε να κάμουμε την ζωή μας όπως την θέλουμε,
τούτο να προσπαθήσουμε τουλάχιστον
όσο μπορούμε: μην την εξευτελίζουμε!  


Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ. | Απόσπασμα από το μυθστόρημα "Χιλιάδες χρώματα στα μάτια της..."



Πλησίαζαν οι μέρες του Πάσχα. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο ο
χρόνος πήγαινε βήμα σημειωτόν. Τι διάολο είχε πάθει; Τώρα
βρήκε να καθυστερήσει; Οι μέρες κυλούσαν αργά. Οι ώρες στο πα-
νεπιστήμιο λες και είχαν κολλήσει. Δεν περνούσαν με τίποτα. Βα-
σανιστικά αργά έφτανε το βράδυ. Έφτασε και η πολυπόθητη μέρα
που έκλεισε η σχολή, τελείωσαν τα μαθήματα. Η θείτσα του τον
περίμενε πώς και πώς. Η Μυρσίνη του ετοίμασε τη βαλίτσα και με
βαριά καρδιά τον αποχαιρέτησε.
―Να έρθω μέχρι το λιμάνι...
―Σιγά, ρε μάνα... Δεν είμαι μικρός. Μεγάλωσα πια. Τι να έρ-
θεις να κάνεις στο λιμάνι; Να μου κουνήσεις το μαντίλι...;
Πραγματικά είχε μεγαλώσει. Μεγάλωνε. Και αυτό από τη μια την
έκανε και χαιρόταν και από την άλλη τη στενοχωρούσε. Μεγά-
λωνε. Σε λίγο θα τον έχανε. Θα πετούσε με τα δικά του φτερά. Θα
έκανε τη δική του οικογένεια. Θα γινόταν γιαγιά.
―Μυρσίνη, κάτσε φρόνιμα, βιάζεσαι, βιάζεσαι πολύ... σκέ-
φτηκε και χαμογέλασε αναγκαστικά.
Ο Φίλιππος στεκόταν πάνω στο κατάστρωμα και αγνάντευε τη
θάλασσα. Ξαναγυρνούσε πίσω μετά από ένα χρόνο σχεδόν. Ξα-
ναγυρνούσε στον Πόρο, στο λιμάνι του, εκεί που γνώρισε τη Να-
ταλία του. Δεν είχε νέα της, δεν ήξερε αν είχε ήδη πάει ή αν ακόμη
δεν είχε έρθει. Μόλις κατέβηκε στο λιμάνι, η πρώτη του δουλειά
ήταν να πάει στο σπίτι του Αποστολίδη. Η θείτσα του ας περίμενε.
Άφησε τη βαλίτσα του στο ζαχαροπλαστείο του Ροΐδη.
―Θα έρθω να την πάρω, δε θα αργήσω...
Έφυγε τρέχοντας να δει αν τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, σημάδι
ότι είχαν ήδη έρθει. Η απογοήτευσή του μεγάλη. Τίποτα δεν
έδειχνε ότι ήταν κάποιος στο σπίτι. Τα παράθυρα κλειστά, καμία
κίνηση. Έφυγε λυπημένος. Αλλά θα έρθουν, πού θα πάει. Θα
του έγραφε αν το ταξίδι αναβλήθηκε.


Γύρισε πίσω, πήρε τη βαλίτσα του και με βαριά καρδιά ανηφό-
ρισε για την ταβέρνα της θειας του. Χάρηκε η κυρα-Γιαννούλα μόλις
τον είδε. Ωραίος ο Πόρος, χαρά Θεού να ζεις εκεί αλλά και το ανίψι,
ανίψι. Αφού δεν της είχε χαρίσει παιδιά ο Μεγαλοδύναμος...!
Δεν τον άφησε σε ησυχία η θεια του. Τον είχε από πίσω και τον
τρέλανε με τις ερωτήσεις της. Τι κάνει ο αδελφός της, η νύφη της,
πώς τα πάει με τη σχολή... Και τελευταία άφησε την πιο πικάντικη
ερώτηση.
―Έχουμε καμιά κοπελίτσα;
Ο Φίλιππος δεν κατάλαβε αμέσως ή έκανε ότι δεν κατάλαβε.
―Καμιά ομορφούλα, ντε, δε σου γυάλισε το μάτι;
―Αμάν, βρε θείτσα... Αμάν... και σηκώθηκε να φύγει αφήνον-
τας εμβρόντητη την αγαπημένη του θείτσα.
―Μα τι του είπα η καψερή;Τι του είπα; Αχ, αυτά τα νιάτα! Από
πουθενά δεν μπορείς να τα πιάσεις. Από πουθενά...
Μονολογούσε και ανακάτευε εκείνη τη στιγμή την κατσαρόλα
της. Ετοιμαζόταν για το Πάσχα. Θα γέμιζε πάλι το νησί. Θα
έπαιρνε φωτιά πάλι ο φούρνος της μετά την τεμπελιά του χει-
μώνα. Θα πλημμύριζε μυρωδιές η γειτονιά.
Ο Φίλιππος βγήκε έξω στην αυλή και κοίταξε τα άδεια τραπέ-
ζια. Το μάτι του στάθηκε στη γωνία που καθόταν συνήθως όλη
η οικογένεια Αποστολίδη όταν ερχόταν στην ταβέρνα. Σε εκείνη
την καρέκλα καθόταν η Ναταλία. Πλησίασε χαμογελώντας, ο
ήλιος έλαμπε και χάριζε ένα απαλό φως στη σκέψη του. Δεν
ήταν ακόμη βαθύ καλοκαίρι. Ο ήλιος ήταν καλοδεχούμενος.
―Φίλιππε, άκουσε μια φωνή να τον φωνάζει.
Δεν ήταν η θεια του. Τότε ποιος; Ποια; Η φωνή ήταν γυναικεία,
γλυκιά, γνώριμη.
―Διάβολε, έχω παραισθήσεις; σκέφτηκε ο Φίλιππος
―Φίλιππε, εδώ... συνέχισε η φωνή.
―Δεν είναι δυνατόν να ακούω τη φωνή της, μονολόγησε.
Ένα πετραδάκι έπεσε κοντά του. Γύρισε και στη γωνία, έξω από την
ταβέρνα, μια οπτασία, η Ναταλία! Κοίταξε πίσω, κανείς, η θεια του
ήταν ακόμη μέσα, ακουγόντουσαν οι γνώριμοι ήχοι της κουζίνας.
―Ναταλία μου!
―Έλα δω... του φώναξε.
―Πότε ήρθες;
―Θα σου πω!
―Θείτσα, πάω μια βόλτα στο λιμάνι. Δε θα αργήσω.
Ακούστηκε μια απάντηση από μέσα, αλλά ο Φίλιππος δεν κατά-
λαβε λέξη. Το μυαλό του ήταν αλλού. Στη Ναταλία.
Κατηφόρισαν τα σκαλάκια και βρέθηκαν κάτω στο λιμάνι. Ήθελε
να τη φιλήσει, να τη σφίξει μέσα στην αγκαλιά του, αλλά δεν τολ-
μούσε. Τράβηξαν προς την Πούντα και κάθισαν σε ένα απόμερο
τραπεζάκι στο ζαχαροπλαστείο του Μεμά, στην πλατεία Κοριζή.
―Πότε ήρθες;
―Πριν από λίγο, χάσαμε το πρωινό καράβι και ήρθαμε με το
επόμενο.
―Παραλίγο θα συνταξιδεύαμε, δηλαδή. Τι κρίμα! Και πώς τους
ξέφυγες;
―Οι ξαδέλφες μου τελευταία στιγμή δεν ήρθαν, αλλά δεν μπο-
ρούσαμε να το αναβάλουμε κι άλλο. Το σπίτι χρειάζεται συγύρι-
σμα... Θέλει δουλειά... Τόσους μήνες κλειστό.
Ο Φίλιππος τόση ώρα κρατούσε το χέρι της κάτω από το τραπε-
ζάκι και το χάιδευε απαλά. Δεν πίστευε ότι η Ναταλία ήταν εκεί
κοντά του, δίπλα του. Δε χόρταινε να την κοιτάει. Δε χόρταινε να
απολαμβάνει να του χαρίζει το χαμόγελό της.
―Η μητέρα μου και η θεία μου πήγαν στο σπίτι να το τακτο-
ποιήσουν. Ήρθε και η Μάρω μαζί μας για να τις βοηθήσει... Αρ-
γότερα θα έρθει και ο Στέφανος από το Παρίσι... Εγώ τους είπα ότι
θα πάω στη Σοφία να της πω ότι ήρθαμε και τους ξέφυγα. Ήρθα
να σε δω. Μου έλειψες... Μου έλειψες πολύ...
―Πότε θα συναντηθούμε; Θέλεις να πάμε μια βόλτα με τη
βάρκα;
―Πώς θα γίνει όμως; Πώς θα τους ξεφύγω;
Έπεσε σιωπή. Κανείς δεν μπορούσε να απαντήσει.
―Το βρήκα! φώναξε δυνατά ο Φίλιππος.
Η Ναταλία τον κοίταξε στα μάτια.
―Θα κατέβεις στην παραλία μπροστά από το σπίτι. Και θα έρθω
να σε πάρω από εκεί. Και μετά θα σε αφήσω πάλι στο ίδιο μέρος.
Ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Δε θα πάρει κανείς χαμπάρι.
―Θα με δούνε από επάνω, όμως. Θα δούνε τη βάρκα.
―Θα έρθω από το πλάι. Δε φαίνεται η βάρκα από εκεί. Τα δέν-
τρα κατεβαίνουν μέχρι τη θάλασσα. Δε θα μας δει κανείς. Έτσι και
αλλιώς θα είναι απασχολημένες με το σπίτι.
Χώρισαν με βαριά καρδιά. Η Ναταλία δεν μπόρεσε να μην αφή-
σει ένα δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια της.
―Σ’ αγαπώ, του ψιθύρισε.
―Και εγώ, της απάντησε.
Πρώτη έφυγε η Ναταλία. Την κοιτούσε μέχρι να χαθεί στη στροφή
του δρόμου. Ο Φίλιππος ξεκίνησε να πάρει το στενό δρομάκι που
ανέβαινε επάνω. Μετάνιωσε. Την πήρε από πίσω. Έφτασε στη με-
γάλη στροφή και δεν την άφηνε από τα μάτια του μέχρι να χαθεί και
πάλι. Έφτασε τρέχοντας και χοροπηδώντας. Μόλις τον είδε η θεια
του άρχισε να σταυροκοπιέται.
―Χάζεψες; Ποιος σε μάτιασε, καμάρι μου; Ποια σε μάτιασε, δε
λέω καλύτερα;
Ο Φίλιππος δεν άφησε σε ησυχία τη θεία του. Την πήρε από τα
χέρια και την έφερε γύρες μέσα στην κουζίνα έτοιμος να χορέψουνε.
Τη φίλησε στο μάγουλο και αφέθηκε να στροβιλίζονται ρυθμικά.
―Σταμάτα, βρε χαζούλη, σταμάτα πια... ζαλίζομαι... θα πέσω...
ακουγόταν η θεια του ανάμεσα στα χαχανητά και τις άναρθρες
φωνές του Φίλιππου.
Ο Φίλιππος δεν της έδινε σημασία. Σταμάτησε τον τρελό χορό όχι
γιατί φοβόταν μην πέσει η θεία του, αλλά επειδή ο ίδιος ήθελε να
ανέβει στο δωμάτιό του, ήθελε να μείνει μόνος του.
―Μπα σε καλό σου, τι έπαθες, παλικάρι μου; έλεγε και ξανά-
λεγε η κυρα- Γιαννούλα μόλις σταμάτησε το γαϊτανάκι. Μου το μα-
τιάσανε το καμάρι μου...
Και βιάστηκε να βάλει νερό και λάδι σε ένα πιάτο για να τον ξε-
ματιάσει.
Ο Φίλιππος ήταν αλλού, σε άλλους κόσμους, είχε πάρει από το
χέρι τη Ναταλία και ταξίδευε, ταξίδευε μέχρι να τελειώσει ο κόσμος.


Η Ναταλία έφτασε σχεδόν ιδρωμένη στο σπίτι, ο δρόμος ήταν
μακρύς και τον έβγαλε με τα πόδια.
―Σου είπα να μην πας, θα ταλαιπωρηθείς, αλλά δε μ’ άκου-
σες, της είπε η μητέρα της μόλις την είδε.
Η Ναταλία δεν την άκουσε. Την άφησε να μιλάει πίσω από την
πλάτη της και πήγε στο δωμάτιό της. Έπεσε στο κρεβάτι με τα ρούχα
και άφησε τη σκέψη της να ταξιδέψει. Ήταν τρελά ερωτευμένη με
τον Φίλιππο, δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτόν. Ήθελε να τον
βλέπει κάθε μέρα, να είναι κάθε στιγμή, κάθε ώρα μαζί του. Σή-
μερα το απόγευμα θα πήγαιναν βόλτα μαζί. Δε θα τους έβλεπε κα-
νείς. Μόνο η θάλασσα και ο ουρανός. Ηρέμησε για λίγο και βγήκε
στη βεράντα όπου όλοι ήταν μαζεμένοι.
―Το απόγευμα θα κατέβω στη θάλασσα.
―Μα είναι νωρίς, παιδάκι μου, ακόμη, δε ζέστανε το νερό.
Έχουμε καιρό. Να ’μαστε καλά, εδώ θα είμαστε πάλι το καλο-
καίρι. Αφού δε θες να πάμε στην Πρίγκηπο... Σαν τρελή έκανες
άλλοτε... Τα ξεχνάς;
―Αχ! Μαμά, με κουράζεις. Δε θα πάω για μπάνιο. Θα πάρω ένα
βιβλίο και θα καθίσω να διαβάσω. Εσείς εδώ θα έχετε δουλειά.
―Αντί να καθίσεις να βοηθήσεις...
―Άσε το κορίτσι να κάνει ό,τι θέλει, μπήκε στην κουβέντα η
κυρία Μιράντα, δε χρειάζεται...
Η Ναταλία έτσι κι αλλιώς δεν άκουγε κανέναν. Ήρθε να ανα-
κοινώσει τι θα έκανε το απόγευμα. Απλά ξαναγύρισε στο δωμάτιο
και κλειδώθηκε εκεί μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε στην παραλία.
Ερημιά. Ψυχή πουθενά. Αν δεν περίμενε τον Φίλιππο, θα φο-
βόταν μόνη της. Μόνο ο ήχος της θάλασσας, των δέντρων και των
πουλιών ακουγόταν. Το ένιωθες ότι δεν υπήρχε ανθρώπινη πα-
ρουσία. Μια μυστική απαλή συναυλία μαρτυρούσε ότι κάπως
έτσι πρέπει να ήταν και ο Παράδεισος. Έκανε θόρυβο περπα-
τώντας πάνω στα βότσαλα και για λίγο σταμάτησε η φύση να
ανασαίνει. Σταμάτησε και αυτή. Και ένας σπίνος έδωσε το πρό-
σταγμα για μια καινούρια αρχή.
Κάθισε κάτω από ένα δέντρο για να μη φαίνονται οι κινήσεις
της από πάνω. Σε λίγο έφτασε η βάρκα του Φίλιππου. Είχε δίκιο.
Δε φαινόταν. Περπάτησε σύριζα στην ακροθαλασσιά κάτω από
τα πεύκα που την κάλυπταν προστατευτικά και ανέβηκε στη
βάρκα. Μόλις ανέβηκε επάνω, ο Φίλιππος την τράβηξε κοντά
του, την έσφιξε πάνω του και ένωσε τα χείλη του με τα δικά της.
Παραδόθηκαν σε μια παραζάλη με τη γεύση του φιλιού να τους
έχει μεθύσει. Τα δάχτυλά του χωμένα στα μαλλιά της δεν την
άφηναν να πάρει ανάσα. Αλλά ούτε και ο ίδιος δεν ανάσαινε.
Δεν ήθελαν και οι δυο. Χόρταιναν με τα φιλιά που της σκορ-
πούσε πάνω σε όλο το πρόσωπό της, στο λαιμό της.
―Σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ... ψιθύριζε η Ναταλία και η θάλασσα
ακουγόταν πιο δυνατά, τα τζιτζίκια βάλθηκαν να ξελαρυγγιαστούν,
το αεράκι δυνάμωσε και οι πευκοβελόνες ένιωθαν πολύτιμα
σκουλαρίκια κάτω από τις ακτίνες του ήλιου που σαν τρελές παι-
χνίδιζαν μαζί τους. Είχαν ανακαλύψει τον παράδεισό τους. Άνοιξαν
διάπλατα οι πύλες του και αφέθηκαν να τρέχουν στα μονοπάτια
του, να κυλιούνται στα χορτάρια του, να δροσίζονται από τις πηγές
του, να βάζουν λουλούδια στα μαλλιά τους. Ένας παράδεισος απο-
κλειστικά δικός τους.
―Πάμε μια βόλτα... Θέλεις;
―Ναι, ναι, πάμε, απάντησε η Ναταλία μεθυσμένη από την προ-
σμονή του ταξιδιού στη θάλασσα. Ο Φίλιππος κάθισε στη μέση και
έπιασε αμέσως τα κουπιά. Η Ναταλία είχε καθίσει στην πλώρη και
τον κοίταζε, καθώς ετοιμαζόταν να κάνει μανούβρα. Ήταν ο ένας
αντίκρυ στον άλλον.
―Μη βγεις πολύ έξω. Μη μας δούνε.
―Μη φοβάσαι. Δε θα μας δει κανείς.
Η Ναταλία κοίταξε προς τα επάνω, αλλά δεν μπορούσε να δει τί-
ποτα. Τα πεύκα κάλυπταν παντελώς την απόδρασή τους.
Άρχισαν να απομακρύνονται από την παραλία. Η βάρκα κυλούσε
αργά και σταθερά πάνω στα ήσυχα νερά. Είχε μπουνάτσα. Το νερό
ήταν σχεδόν ακίνητο. Άφησαν πίσω τους την Πέρλια και προσπέ-
ρασαν το Νεώριο. Η Ναταλία τον κοιτούσε συνεχώς. Παρατηρούσε
τις κινήσεις του, το χαμόγελό του, πώς ανοιγόκλεινε τα μάτια του,
τα μαλλιά του που τα σήκωνε ελαφρά το αεράκι του ταξιδιού, τα
δυνατά του χέρια που έκαναν κουμάντο τα κουπιά...
―Θα πάμε πέρα εκεί στο νησάκι, στο Δασκαλιό.
Ένα μικρό νησάκι βρισκόταν μπροστά στον κόλπο που σχημά-
τιζε σε εκείνο το μέρος το νησί. Ένα κομμάτι γης ριγμένο μέσα στη
μέση της θάλασσας. Ίσα που χώραγε μερικά δέντρα και μια μικρή
εκκλησία, την Παναγίτσα. Πλησίασε τη βάρκα κοντά σε μια ξύλινη
εξέδρα και κατέβηκαν εκεί. Της έπιασε το χέρι και τη βοήθησε να
βγει από τη βάρκα. Άπλωσε μετά το χέρι του πάνω στους ώμους
της και έτσι αγκαλιασμένοι προχώρησαν μέχρι τη σκιά ενός δέ-
ντρου και κάθισαν από κάτω.
Έμειναν αγκαλιασμένοι και η ευτυχία γέμισε τις καρδιές τους.
Πετούσαν. Τριγύρω τα σμαραγδένια νερά φύλαγαν τον έρωτά τους
μακριά από μάτια και λόγια. Λίγο πιο πέρα λόφοι και βουνά περι-
κύκλωναν τη θάλασσα και το μικρό Δασκαλιό γινόταν το κέντρο
της Γης. Ένας μικρός παράδεισος με τους πιο ευτυχισμένους αν-
θρώπους της Γης.
Έμειναν αρκετή ώρα πάνω στο μικρό νησάκι. Τίποτα δεν τους ενο-
χλούσε. Τίποτα που να ταράξει την ηρεμία του έρωτά τους. Μόνο ο
ελαφρύς κυματισμός που σηκώθηκε λες και έσπρωχνε το νησί να
ταξιδέψει. Να γλιστρήσει πάνω στα νερά και να δραπετεύσει σε μα-
κρινές θάλασσες. Να ακολουθήσει ένα ταξίδι στο όνειρο...
―Φίλιππε... Θα αργήσουμε... Θα με ψάχνουν... Πρέπει να φύ-
γουμε...
Άγρια επιστροφή στην πραγματικότητα. Τα όνειρα δεν κρατούν
πολύ. Σαν κομήτες διαγράφουν την τροχιά τους, πασπαλίζουν τις
ψυχές των ανθρώπων με υποσχέσεις και αναμονές και χάνονται
στο χρόνο, ελπίζοντας ότι θα επιστρέψουν ξανά και ξανά...
―Αλίμονό μου, αν ανακαλύψουν ότι δεν είμαι εκεί... Χώρια που
θα νομίσουν ότι έπαθα κάτι...
Σηκώθηκε πρώτη και τον κρατούσε από το χέρι.
―Πάμε σε παρακαλώ, επέμεινε.
Σηκώθηκε ο Φίλιππος με βαριά καρδιά. Πόσο γρήγορα πέ-
ρασε η ώρα. Ήταν και οι δυο όρθιοι, στη μέση του Δασκαλιού,
στη μέση ενός κόσμου που δεν είχε τίποτα να τους κατηγορήσει,
τίποτα να φυλακίσει τις ενοχές τους.
Ανέβηκαν στη βάρκα και ακολουθώντας την ίδια διαδρομή επέ-
στρεψαν στο ίδιο σημείο από όπου ξεκίνησαν. Απόλυτη ηρεμία επι-
κρατούσε στην περιοχή. Κατέβηκαν από τη βάρκα και κάτω από
τα λυγισμένα πεύκα έγιναν ένα σώμα, μια ανάσα, με τα χέρια τους
να προσπαθούν να ανακαλύψουν ο ένας το σώμα του άλλου. Δεν
άντεχαν τον αποχωρισμό.
―Φεύγω, είπε πρώτη η Ναταλία και απομακρύνθηκε από κοντά
του.
Ο Φίλιππος της κρατούσε ακόμα το χέρι. Δεν την άφηνε να φύγει,
δεν ήθελε να φύγει. Κοίταξε προς τα επάνω. Τίποτα δεν πρόδιδε
ότι υπήρχε κάποια αναστάτωση.
―Σ’ αγαπώ... είπε η Ναταλία και απομακρύνθηκε. Σε παρα-
καλώ, ανέβα στη βάρκα και φύγε. Θα σε δουν... σε ικετεύω...
Η Ναταλία ανέβαινε σιγά σιγά τα σκαλοπάτια που έφταναν ίσαμε
επάνω στο σπίτι. Κάθε τόσο γυρνούσε πίσω και κοιτούσε τον Φί-
λιππο. Κάποια στιγμή τον έχασε. Μόνο τα πεύκα και η θάλασσα...
δε φαινόταν τίποτα... Το όνειρο τελείωσε...
Έφτασε στο σπίτι βρίσκοντας τις τρεις γυναίκες να δουλεύουν
ασταμάτητα. Αν και τους βάραιναν τα χρόνια, είχαν καταφέρει να
ξυπνήσουν το σπίτι και πάλι.
―Εδώ είσαι, εσύ...; Ακόμα λίγο και θα κατέβαινα κάτω να σε
φωνάξω... Τι δουλειά έχεις στις ερημιές κορίτσι πράμα;


Οι μέρες των διακοπών του Πάσχα δεν ήταν πολλές. Καμιά
σχέση με τις ημέρες ενός καλοκαιριού. Την επόμενη μέρα κατέ-
φτασαν και οι ξαδέλφες της Ναταλίας και το σπίτι γέμισε με πε-
ρισσότερες φωνές. Άρχισε να βρίσκει το ρυθμό του. Μια γενική
δοκιμή πριν από το ξύπνημα του καλοκαιριού που όσο να πεις
πλησιάζει. Την επομένη από την άφιξη των κοριτσιών κατέφτασε
και ο Στέφανος με την Αρλέτ από το Παρίσι. Η κυρία Μιράντα είχε
πολλά να ρωτήσει. Δεν τον έβλεπε συχνά το γιο της. Της έλειπε.
Τη στενοχωρούσε και αυτή η κατάσταση με την Αρλέτ. Κάτι έπρεπε
να κάνει. Να αποφασίσει να την παντρευτεί. Δεν μπορεί να την τρα-
βολογάει τόσο καιρό μαζί του!


Η Ναταλία ήταν αδύνατον να ξεφύγει πάλι. Με τόσο κόσμο γύρω
της δεν μπορούσε να βρει καμία δικαιολογία να μείνει μόνη της
και να τρέξει να δει τον Φίλιππο. Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα πή-
γαινε στην εκκλησία. Εκεί συναντιόντουσαν, αντάλλασσαν κρυ-
φές ματιές και κλεφτά χαμόγελα. Και μετά, τη Μ. Παρασκευή, στην
πλατεία Ηρώων στη συνάντηση των Επιταφίων.
Το βράδυ του Μ. Σαββάτου ο Φίλιππος θα πήγαινε στην Ανά-
σταση μαζί με τη θεία του και τον Στρατή. Την επόμενη ημέρα, την
Κυριακή του Πάσχα, θα έρχονταν και οι γονείς του από την Αθήνα.
Ο κλοιός όσο πήγαινε και στένευε.
Συνωστισμός στην Ανάσταση. Ντόπιοι και επισκέπτες γέμισαν την
αυλή μπροστά στην εκκλησία που ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Ο Φίλιπ-
πος κοιτούσε διερευνητικά τριγύρω του, μην τυχόν και ξανασυνα-
ντήσει τη Ναταλία. Και ξαφνικά την είδε. Το ίδιο έκανε και η ίδια.
Έψαχνε με το βλέμμα της τον Φίλιππο μέσα σε τόση κοσμοσυρροή.
Ο χώρος, εξάλλου, ήταν μικρός. Ο ένας δίπλα στον άλλον.
―Πάμε προς τα εκεί, πρότεινε ο Φίλιππος και έδειξε αόριστα
προς το μέρος της.
Οι υπόλοιποι δεν πήραν είδηση τους σκοπούς του. Με αρκετό
κόπο άνοιξαν δρόμο.
―Πού με τραβολογάς, βρε παιδάκι μου;
―Από εκεί θα βλέπουμε καλύτερα, πρότεινε ο Φίλιππος.
Μόλις πλησίασαν ο Στρατής χαμογέλασε. Πήρε το μάτι του την οι-
κογένεια Αποστολίδη και κοίταξε τον Φίλιππο.
―Γι’ αυτό τόσος καημός, σκέφτηκε. Α, τον μπαγάσα!
Πλησίασαν χωρίς να τους αντιληφθούν. Κάποια στιγμή η κυρία
Μιράντα είδε την κυρα-Γιαννούλα και τη χαιρέτησε. Το ίδιο έκα-
ναν και οι άλλοι. Η Ναταλία κατακοκκίνισε και γύρισε το πρό-
σωπό της αλλού για να μη γίνει αντιληπτή. Ο Φίλιππος αργά
αλλά σταθερά πλησίαζε προς το μέρος της Ναταλίας δήθεν ότι
σπρώχνεται από τον κόσμο πίσω του. Κάποια στιγμή ήταν ακρι-
βώς από πίσω της και μετακινήθηκε ένα βήμα προς το πλάι.
Ήταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο.
Μόλις ακούστηκε το «Χριστός Ανέστη» και άρχισε το πανδαιμό-
νιο με τα βεγγαλικά, τα φιλιά της αγάπης έδωσαν και πήραν. Φιλή-
θηκαν και ο Φίλιππος με τη Ναταλία, χωρίς ενδοιασμούς και
αναστολές, επίσημα μπροστά σε αμέτρητο κόσμο. Έτσι κι αλλιώς
δεν υπήρχε περίπτωση να τους παρεξηγήσει κανείς. Τόσος και
τόσος κόσμος έδινε το φιλί της αγάπης. Και ο Φίλιππος και η Νατα-
λία έδωσαν το δικό τους φιλί, όχι ακριβώς το φιλί της αγάπης, αλλά
το φιλί της αγάπης τους, ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Αποχαιρετίστηκαν με ευχές για καλό Πάσχα και τράβηξε η κάθε
παρέα το δρόμο της. Τους περίμενε στο σπίτι το αναστάσιμο δεί-
πνο. Την επόμενη μέρα, Κυριακή του Πάσχα, ο Στρατής έφτασε
πρωί πρωί στην ταβέρνα.

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ




Τι είναι αυτό που έσκασε μύτη;
Τους έπιασε η Άνοιξη; Όσο να πεις ο ήλιος είναι ευεργετικός στην αλλαγή διάθεσης. Το ίδιο είναι όταν πλακώνουν οι συννεφιές και οι βροχές και σε πιάνει μια κατάθλιψη; …άστα να πάνε! Ενώ, όταν λαμπυρίζει ο ήλιος, βλέπεις αλλιώς τα πράγματα. Και στραβά να πηγαίνουν όλα, η διάθεση σου είναι διαφορετική. Αλλιώς τα αντιμετωπίζεις τα πράγματα. Είσαι αισιόδοξος. Σκέφτεσαι διαφορετικά.
Πώς αλλιώς να το αναλύσεις το θέμα, όταν από το πουθενά βγαίνουν πυροτεχνήματα και αλλάζει το σκηνικό και γίνεται εορταστικό; Θέλουν προσοχή κι αυτά. Είναι επικίνδυνα, για αυτό και δεν επιτρέπεται η πώλησή τους ελεύθερα. Λίγο το έχεις, να έχει ο καθένας και να αρχίσει να πετάει ρουκέτες δεξιά κι αριστερά; Να πάμε να κρυφτούμε είναι.
Πάντως αυτή είναι διαφορετική ρουκέτα που εκσφενδονίστηκε ξαφνικά και ευτυχώς δεν έπληξε κανέναν ακόμη. Πασχαλιάτικα, μην έχουμε απώλειες και μικροτραυματισμούς. Δεν ξέρεις πως τα φέρνει η ζωή!
Προφανώς βγήκε ήλιος λαμπρός και ξελαμπικάρισε η σκέψη. Διότι ποιος να ξεφύγει πλέον από την πεπατημένη; Δεν είναι λίγο πριν τις εκλογές που αναφύονται υποσχέσεις για καλύτερες μέρες και παροχές; Και νάσου παίρνει τα πάνω του ο ψηφοφόρος και σου λέει εδώ είμαστε. Τώρα θα σωθούμε. Και είμαστε πάντα σε καθεστώς σωτηρίας!
Πακέτο ανάπτυξης θα ανακοινωθεί, λίγο πριν τις εκλογές, από την Ευρώπη. Μπα! Τι πρωτότυπο. Αυτό μήπως αναιρεί τις αγαθές προθέσεις όλων των οικονομικών προγραμμάτων που ήδη εφαρμόζονται; Είναι γιατί, σου λέει, επικρατεί αναστάτωση και προβληματισμός για το αποτέλεσμα των εκλογών; Βρε μπας και οι Έλληνες δεν είναι ευχαριστημένοι από την προσπάθεια μας; Λες; Κάτι πρέπει να κάνουμε. Δεν βάζουμε τον Μπαρόζο να ενθαρρύνει λίγο τους Έλληνες. Να πάνε με αισιοδοξία στην κάλπη; Διαφορετικά, δεν μας βλέπω καλά.
Και ρίχνουν μια ρουκέτα. Διότι Πάσχα είναι. Αν δε ρίξουμε ρουκέτες και πυροτεχνήματα το Πάσχα πότε θα ρίξουμε;
Α ναι! Και στις εκλογές!

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ




Ένα νεφοσκεπές εφιαλτικό παραμύθι!
Μια μελιστάλακτη άγουρη υπόσχεση για ένα μέλλον που δεν έχει πάρει καν σχήμα σε καμιά μήτρα. Είναι το αγέννητο παιδί που φαντάζει μέσα σε μια ομίχλη να σχηματίζεται και να διαλύεται μέσα σε σκιές μιας γκρίζας αιθαλομίχλης που όσο πάει, σκοτεινιάζει, γίνεται βαθύ σκοτάδι . Είναι το αύριο που τυραννικά έρχεται και φεύγει, φεύγει κι έρχεται.
Είναι ένας ήσυχος πόλεμος μεταξύ ζωής και θανάτου, ύπαρξης και ανυπαρξίας. Ένα κονσέρτο για βιολί και πιάνο που διαπεραστικά εμφυτεύεται στο νου μέσα σε μια ευτυχισμένη αίθουσα μουσικής δωματίου. Με εκτελεστές ευτυχισμένους…
Ποιος θρηνεί για τις γεμάτες αίθουσες των αεροδρομίων; Οι άλλοτε ευτυχισμένες αναχωρήσεις συναγωνίζονται τις συνωστισμένες αίθουσες ως μακρινές μνήμες συνωστισμένων λιμανιών και εύφορων χωραφιών.
Ένας διωγμός που υποβόσκει, ανασαίνει και χαίρεται. Ένας διωγμός που προσπαθεί να κρυφτεί από τους ιστορικούς του μέλλοντος. Και χαμογελάει γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι θα καταφέρει και πάλι να τους ξεγελάσει.
Μετανάστης σε άλλη χώρα. Πρόσφυγας στην ίδια του τη χώρα. Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται, θέλει να κρύψει τις ορέξεις της, να φανεί ευεργέτις, να δείξει ένα πρόσωπο αληθινό, κρυμμένο στην επιφάνεια μιας μάσκας.
Η προβληματική όραση προφανώς δεν αντιλαμβάνεται, δε νιώθει, δε βλέπει ότι ο κάθε είδους συνωστισμός οδηγεί στο δρόμο της απελπισίας, της απώλειας, της έκρηξης.
Και η ολοκληρωτική τύφλωση είναι που θα φέρει τα χείριστα. Διότι η ύπαρξή της θα προκαλέσει ανεξέλεγκτες παρενέργειες μεταξύ δικαίων και αδίκων. Με ένα χορό καλά να κρατεί…
Η μελωδία της ευτυχίας σπάει το φράγμα του ήχου…


Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ ! Ο Βασίλης Μόσχης στην εφημ. ΟΛΥΜΠΙΟ ΒΗΜΑ | ΚΑΤΕΡΙΝΗ



Μας έχετε ζαλίσει το κεφάλι!
Μας χρωστάτε, μας χρωστάτε, μας χρωστάτε. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Όχι, βρε, δεν σας χρωστάμε! Πήρατε μια καραμέλα και την πιπιλάτε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Περσινά ξινά σταφύλια. Τώρα το θυμηθήκατε; Ήμουνα νιος και γέρασα. Πέρασαν δεκαετίες και δεκαετίες και τώρα ξαφνικά θυμηθήκατε ότι σας χρωστάμε. Από πού κι ως πού;
Εντάξει, δεν είπαμε ότι δεν έχουμε ευθύνη για το Β’ παγκόσμιο αλλά πληρώσαμε κι εμείς(!!!). Δώσαμε αποζημιώσεις. Πέρασαν χρόνια ειρηνικής συνεργασίας, γεμάτης εμπιστοσύνης, δεχτήκαμε τόσους δικούς σας μετανάστες τα παλιά ωραία χρόνια της ανασυγκρότησης της χώρας μας κι έφαγαν ένα κομμάτι ψωμί! Και τώρα ζητάτε και τα ρέστα από πάνω! Αχάριστοι!
Και αυτό που κάνουμε σήμερα; Αυτή την τιτάνια προσπάθεια που καταβάλουμε για να σας σώσουμε από τον οικονομικό κατήφορο που πήρατε; Αν δεν ήμασταν εμείς, τι θα ήσασταν εσείς; Μπορεί αλήτες να ήσασταν, να είχατε καταστραφεί… Κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει…  Θα το βρω, που θα πάει!
Εδώ και μήνες η σκέψη μας είναι σε σας. Ξημεροβραδιαζόμαστε να σας βγάλουμε από το πρόβλημά σας και να σας οδηγήσουμε στο δρόμο της ανάπτυξης. Αλλά πού να το καταλάβετε; Έτσι εύκολα γίνονται τα πράγματα; Θα πρέπει να κάνετε λίγο υπομονή για να δούμε τα αποτελέσματα. Διότι ούτε και εμείς τα ξέρουμε. Αν δεν μάθουμε από εσάς, τη χώρα της δημοκρατίας και της γνώσης, από πού θα μάθουμε για να τα εφαρμόσουμε και αλλαχού; Διότι θέλουμε να δούμε μέχρι πού αντέχετε; Δεν μπορούμε να αφήσουμε το πείραμα στη μέση. Τι στα κομμάτια επιστημονικές ανακοινώσεις μπορούμε να κάνουμε μετά;  Τι θα το κάνουμε; Ελληνικό μπάχαλο;
Εντάξει, λυπούμαστε βαθύτατα για τα θύματα, την οδύνη και την καταστροφή που προκαλέσαμε αλλά μην ξεχνάτε ότι, και έμπρακτα και όχι μόνο με λόγια, βοηθήσαμε και βοηθάμε για την ανοικοδόμηση μιας καινούριας Ελλάδας, και όχι σαν κι αυτήν που είχατε. Συγγνώμη, δηλαδή, αλλά το καταλαβαίνετε και μόνοι σας! Δεν θέλουμε να σας προσβάλουμε, αλλά είναι η στυγνή πραγματικότητα.
Και τώρα έρχεστε και μιλάτε για αποζημιώσεις. Φτάνει πια! Δε μιλούσαμε τόσο καιρό γιατί σας λυπόμασταν. Αλλά όλα έχουν και τα όρια τους!
Α! Πα, πα! Αχάριστοι!